Οι πολίτες στην Ελλάδα, το 1973, έβλεπαν
να ξεδιπλώνεται το σχέδιο της Χούντας για τη νομιμοποίησή της. Έγινε το
δημοψήφισμα της 29ης Ιουλίου για τη μετατροπή του Συντάγματος σε Προεδρική
Κοινοβουλευτική Δημοκρατία και, λίγο πριν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, είχε
σχηματιστεί κυβέρνηση - παρωδία υπό τον Σπύρο Μαρκεζίνη, η οποία έπεσε μετά τα
γεγονότα του Πολυτεχνείου. Για τα γεγονότα των ημερών εκείνων, του Νοεμβρίου,
τώρα πια γνωρίζουμε πολλά. Η αντίδραση των φοιτητών, κυρίως, δεν ήταν
οργανωμένη. Η επίσημη αριστερά, φερειπείν, δεν είχε κάνει οποιοδήποτε σχεδιασμό
και επουδενί είχε τον έλεγχο. Ως επί το πλείστον, η ένταση της αντίδρασης
τροφοδοτούνταν από τον αυθορμητισμό στην αρχή των φοιτητών, και μετέπειτα και
άλλων, που προσέτρεχαν για συμπαράσταση, στο Πολυτεχνείο. Τα αντανακλαστικά της
κοινωνίας, ούτως ή άλλως, ήταν τεταμένα.
Τα έκτροπα, στις 17 Νοεμβρίου, πήραν
έκταση που κανένας δεν μπορούσε να προϋπολογίσει. Δεν αναφέρομαι, φυσικά, στις
εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, αλλά στον “ζήλο” των δυνάμεων καταστολής, της
αστυνομίας στην αρχή και του στρατού ακολούθως. Για τις εν ψυχρώ δολοφονίες της
νύχτας εκείνης δεν έγινε κατορθωτό να αποδοθούν ευθείες ευθύνες - δεν έχουμε τα
στοιχεία - σε επικεφαλής των εν λόγω επιχειρήσεων ή σ’ εκείνους που είχαν το
γενικό πρόσταγμα. Μπορούμε όμως, οπωσδήποτε, να καταλογίσουμε τα εγκλήματα σε
αφιονισμένους εκτελεστές, αστυνομικούς και στρατιωτικούς, οι οποίοι, στο
πλαίσιο της καταχρηστικής νομής της εξουσίας, ενσάρκωναν την αστυνομοκρατική
βαρβαρότητα. Η φυσική εξόντωση των αντιφρονούντων ήταν, για τους “τηρητές της
τάξης”, το εύλογο, αποτρόπαιο “καθήκον” τους. Για να διεκπεραιωθεί,
προϋποτίθετο ο εκβαρβαρισμός του ήθους των νομιμοποιημένων δολοφόνων.
Ο αγώνας του Πολυτεχνείου ήταν
ανοργάνωτος, σπασμωδικός, οι αγωνιστές ανυπεράσπιστα πρόβατα επί σφαγή, οι
μαζικές αντιδράσεις άλλοθι για τη συκοφάντηση μιας αυθόρμητης επανάστασης και
για τη σκλήρυνση των πρακτικών του καθεστώτος απέναντι στον λαό. Μάλιστα, αν
δεν συνέβαιναν τα γεγονότα της Κύπρου, το Πολυτεχνείο δεν θα έριχνε τη Χούντα.
Θα την εδραίωνε! Οι νεκροί, αφανείς και γνωστοί, δεν θα ήταν αυτό που έγιναν
επειδή συνέπεσε το τέλος της δικτατορίας να είναι κοντά, εξαιτίας της Κύπρου,
αλλά θα έμπαιναν στον αχανή κατάλογο, τον τυλιγμένο από την ομίχλη της
ιστορικής λήθης, των θυμάτων των αυταρχικών, εγκληματικών καθεστώτων της
ελληνικής και παγκόσμιας ιστορίας.
Επειδή οι συμπεριφορές, οι καταχρηστικές,
των κέρβερων της απολυταρχικής εξουσίας δεν περιορίζονται σε χουντικά
καθεστώτα, επιμένω αρκετά. Επειδή, επίσης, την ίδια νοοτροπία ενστερνίζονται
και παρακρατικές, ακροδεξιών αποκλίσεων εξτρεμιστικές ομάδες, που ανέκαθεν
υπήρχαν και, όπως ξέρουμε, ενισχύονται σήμερα, οφείλουμε να είμαστε σε
θεωρητική και πολιτική επιφυλακή. Υπό το πρίσμα μιας περιεσκεμμένης αντίληψης
για την κοινωνική αλλαγή και την πρόοδο, οφείλουμε να καταγγέλλουμε τις
ακροδεξιές απομιμήσεις των επαναστατικών πρακτικών. Οι χουντικοί, άλλωστε,
ονόμαζαν την στρατιωτική τους κατάληψη της εξουσίας “Επανάσταση”.
Σήμερα στην Ευρώπη, που γίνεται πάλι
συντηρητική, προοιωνιζόμαστε τον κίνδυνο της εγκατάστασης στην εξουσία
ημιχουντικών «δημοκρατών». Το αίμα που χύθηκε άφθονο τη νύχτα του Πολυτεχνείου,
όχι μέσα στο Πολυτεχνείο αλλά πέριξ και στους δρόμους των Αθηνών, όχι μόνο των
επαναστατημένων πολιτών αλλά, κυρίως, των ανυποψίαστων περαστικών ή εκείνων που
οι σφαίρες τους βρήκαν μέσα στο σπίτι τους, δεν μας επιτρέπει να
αντιμετωπίζουμε τις επετείους αυτές ως απολιθωμένες ιστορικές πραγματικότητες,
ενός ανεπίστρεπτου παρελθόντος, ως μνήμες καθησυχαστικές αγώνων που έγιναν και,
δήθεν, δικαιώθηκαν.
Καθεστώτα όπως η Χούντα των
συνταγματαρχών, άλλωστε, βρίσκουν, προϊόντος του χρόνου, ισχυρά ερείσματα στον
λαό. Μπορούν ακόμα και πλειοψηφικά να γίνουν, αν εθιστεί η συνείδηση του κόσμου
στην υποταγή στα κελεύσματα της πειστικής παράνοιας ασύδοτων εξουσιομανών. Η
Γερμανία του Χίτλερ είναι πρόσφορο, δυστυχώς, παράδειγμα. Η κοινωνική αλλαγή
και η ελευθερία, που είναι τόσο εύκολο να τις φανταζόμαστε, να τις
οραματιζόμαστε, να τις προπαγανδίζουμε, δύσκολα κατακτιούνται στην πράξη, και,
σε κάθε περίπτωση, όχι με ασυνάρτητες, ασύνειδες ή, χειρότερα, τυφλά
καταστροφικές δράσεις. Είναι θνησιγενείς τέτοιες επαναστάσεις, εύκολα
φυλλοροούν. Προσφέρουν άλλοθι στη βία της κρατικής καταστολής, οποιασδήποτε
απόχρωσης, και είναι ευάλωτες σε προβοκάτσιες και προδοσίες. Τα γράμματα της
Ρόζας Λούξεμπουργκ από τη φυλακή, και ό,τι ακολούθησε την αποφυλάκισή της, η
επιβεβαίωση των διαπιστώσεών της, στέκονται, δυστυχώς, αδιάψευστος
μάρτυς.
Ο επαναστατικός μύλος, απέδειξε η
ιστορία, για να γυρίσει, δεν φθάνει το αίμα που τρέχει στο αυλάκι του. Πρέπει ο
μηχανισμός του να είναι συμπαγής, το κτίσμα στέρεο, να συντηρείται επαρκώς για
να παράγει το προϊόν της ελευθερίας, για το οποίο πρέπει να εργάζεται κάθε
επανάσταση. Αυτό είναι το δύσκολο: τελικά η ελευθερία να θριαμβεύσει. Με αυτά
δεν σχετικοποιώ την αξία της θυσίας των νεκρών της νύχτας του Πολυτεχνείου.
Κάθε άλλο. Προσπαθώ να αποτίσω τον οφειλόμενο φόρο τιμής στη μνήμη τους. Αυτά
και όλα τα θύματα των συνθλιπτικών λίθων της εξουσίας, ένας τρόπος να τα δικαιώσουμε
υπάρχει: να συνειδητοποιούμε και να αποκαλύπτουμε σε ποιου παραλογισμού το
θυσιαστήριο θυσιάστηκαν, ποιες ήταν οι δόλιες και άδικες δυνάμεις που τα συνέθλιψαν,
αλλά και ποιοι επιχειρούν να καπηλευτούν τη μνήμη τους, να αναγάγουν τη θυσία
τους σε υπόθεση ανιδιοτελούς, ιδιωτικού ηρωισμού και αυτάρεσκης αυταπάρνησης,
και να ρίξουν τους προβολείς της ιστορικής δημοσιότητας επάνω τους… Λες και τον
ήθελαν τον αδόκητο χαμό τους για να δοξαστούν και να γίνονται στη μνήμη τους
συναυλίες και διαδηλώσεις και πανηγύρια, και ηχηρές εκδηλώσεις τιμής, στις
οποίες προβάλλονται οι εκάστοτε ομιλητές και οι δηλώσεις τους στις κάμερες της
τηλεόρασης.
Κατεξοχήν θεσμικό δικαίωμα να
επιτελούν τους εορτασμούς για το Πολυτεχνείο δημόσια, προβεβλημένα, έχουν όσοι
εκπροσωπούν την εκάστοτε εξουσία, που αναγνωρίζει, δήθεν, μια επανάσταση. Κάθε
φορά, επίσης, εκείνοι που καταγγέλλουν την υποκρισία των “επίσημων” εκφραστών
της μνήμης των ηρώων, την καπήλευση εκ μέρους τους, την αναξιότητά τους,
εκείνοι που εκφράζουν όντως το πνεύμα της αντίστασης στην αυθαιρεσία, που
σκότωσε τους αδικοχαμένους του Πολυτεχνείου, γίνονται, για την εξουσία,
ύποπτοι, υποψήφιοι ένοχοι, οι επόμενοι που ίσως χρειαστεί να τους κλείσουν το
στόμα. Επέτειοι όπως του Πολυτεχνείου, όμως, είναι ευκαιρίες να αισθανόμαστε
ντροπή για την ανθρώπινη αναλγησία, όνειδος για τη βαρβαρότητα της εξουσίας.
Είναι αφορμές για να συλλογιζόμαστε την αδυσώπητη μοίρα όσων τυχαίνει να
μπαίνουν στο στόχαστρο τυφλωμένων από τη συγκυριακή πολιτική τους δύναμη
ημιαγρίων.
“Εις μνημόσυνον αιώνιον”, λοιπόν,
“έστωσαν οι δίκαιοι” του Πολυτεχνείου, ανεξάρτητα από τις συγκυριακές πρακτικές
αναφοράς στην εξέγερση του Νοεμβρίου του ’73. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης μας το
έλεγε: «Ουχ ελληνικόν το προσκυνείν ιδέες – δόγματα και ανθρώπους - δεσπότες». Το
απροσκύνητο φρόνημα, αν δεν περιορίζεται σε λεκτικούς παλληκαρισμούς, αν
γίνεται κίνδυνος για εκείνους που το έχουν, θυμίζει ότι ο κίνδυνος προέρχεται
από εκείνους που, εξουσιομανείς, θέλουν προσκυνημένους πολίτες, ταπεινωμένες
συνειδήσεις, καμπουριασμένο το ηθικό, υποτακτικό στους εχθρούς του Ανθρώπου,
τους απροκάλυπτους ή φτιασιδωμένους καταπιεστές.
Στα σύγχρονα, του δυτικού κόσμου
κράτη, έφθασαν να μην είναι λίγες, ολόχρονα, οι αιματηρές μέρες και νύχτες,
όπως του Πολυτεχνείου ενός Ελληνικού Νοεμβρίου. Αυθόρμητες επαναστάσεις ακόμα
γίνονται. Και έχουν όλες την ίδια κατάληξη: νεκρούς που δεν “δείχνουν τον
δρόμο”. Οι νεκροί μένουν νεκροί. Για μας ο “δρόμος είναι δρόμος”. Όπως και για
κείνους, βέβαια, που τελικά τον έχασαν…
17 Νοεμβρίου του ’73, στην Αθήνα της
Χούντας, η νύχτα έγινε σύμβολο. Η συμβολική πολιτική σκέψη έγινε, έκτοτε, κι
έτσι ας μείνει, η πολιτική ενσάρκωση του ελληνικού ανθρωπισμού.