Η
ίδρυση και καθιέρωση ενός συμβουλίου για τον ελληνικό πολιτισμό είναι μια
προσπάθεια καινοτόμος, που έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό στα
πολιτισμικά πράγματα του τόπου μας αλλά και του ελληνισμού γενικότερα. Σ’ αυτές
τις περιόδους της βαθιάς κρίσης, κατά τις οποίες πολλά πράγματα από όσα
θεωρούσαμε δεδομένα αναιρούνται ή τίθενται υπό αμφισβήτηση, η ενδυνάμωση και
προβολή των αξιών του ελληνικού πολιτισμού θα μπορούσε να λειτουργήσει ως
υποστηρικτική θεραπεία για την ανύψωση του ηθικού των Ελλήνων με στόχευση για
ένα υγιέστερο μέλλον· ένα μέλλον πραγματικά ελληνικό, προερχόμενο από τα
ιδανικά ενός ενδόξου και μακραίωνου παρελθόντος αλλά και εμπλουτισμένου με τις
σύγχρονες και φρέσκες ιδέες των προοδευτικών δυνάμεων του καιρού μας· δυνάμεων
που είναι σίγουρο ότι υπάρχουν στους σύγχρονους ‘Έλληνες. Πρέπει όμως να
αφυπνιστούν, να συγκροτηθούν και κυρίως να αποκτήσουν, για ακόμα μια φορά στην
μακρά ιστορία αυτού του τόπου, εθνική φωνή και συνείδηση.
Προκειμένου
να βρεθούν οι κώδικες για μία νέα πορεία και να χαραχθούν οι κατευθυντήριες
γραμμές της πολιτισμικής αναγέννησης της πατρίδας μας θα πρέπει ασφαλώς να
ασκηθεί κριτική. Να τεθούν επί τάπητος και να διερευνηθούν οι ευθύνες των
πράξεων του παρελθόντος. Να επαινεθούν άνθρωποι που πρόσφεραν μείζονες
υπηρεσίες στον τόπο. Αλλά και να στηλιτευτούν οι συμπεριφορές όσων με τις
πράξεις και κυρίως με τις παραλείψεις τους έβλαψαν, υποβάθμισαν, τραυμάτισαν
την πολιτισμική ταυτότητα της Ελλάδας και των Ελλήνων. Το όλο εγχείρημα απαιτεί
σωφροσύνη και νηφαλιότητα. Η κριτική οφείλει να είναι ψύχραιμη και συστηματική
και η μεθοδολογία σοβαρή και επιστημονική. Τα κριτήρια της αξίας και της
απαξίας ανθρώπων και συμπεριφορών απαιτούν αντικειμενική προσέγγιση,
απαλλαγμένη από συναισθηματική εμπλοκή. Η οργή, που περισσεύει στις μέρες μας,
δεν είναι καλός σύμβουλος προκειμένου να μελετηθούν, με τη δέουσα προσοχή και
σοβαρότητα, τα φαινόμενα της πολιτισμικής αλλά και της γενικότερης παρακμής και
κατάρρευσης του καιρού μας.
Η
Ελλάδα υπήρξε ανέκαθεν μια χώρα μαγική, στην οποία συχνά το ομαδικό και
συλλογικό γίγνεσθαι κινήθηκε στα άκρα. Ταιριάζει με τον ψυχισμό και τη νοοτροπία
των Ελλήνων η ακροβασία ανάμεσα στους δυο αντίθετους πόλους και η υιοθέτηση
ακραίων απόψεων, με ιδιαίτερη ευκολία. Παραδείγματος χάριν, είμαστε όλοι οι
Έλληνες περήφανοι για τους δυο Έλληνες ποιητές που τιμήθηκαν στο παρελθόν με το
βραβείο Nobel
λογοτεχνίας,
τον Σεφέρη και τον Ελύτη. Δίκαια υπερηφανευόμαστε για αυτούς, δεδομένου ότι με
το έργο τους ανέδειξαν την ελληνική ταυτότητα και τίμησαν τον νεοελληνικό
ποιητικό λόγο. Το βραβείο Nobel,
στην περίπτωσή τους, υπήρξε το επιστέγασμα μιας ήδη γνωστής αξίας, η δε
διασημότητα απλά ενισχύθηκε με το βραβείο, ασφαλώς όμως θα ήταν δεδομένη και
χωρίς αυτό.
Απεναντίας,
πολλοί σημαντικοί Έλληνες αναγκάστηκαν
να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, την Ελλάδα, και να εγκατασταθούν μόνιμα στο
εξωτερικό, συχνά εκδιωγμένοι από κύκλους ανθρώπων ήσσονος πνευματικής σπουδαιότητας.
Με πικρία εγκατέλειψαν τον τόπο τους η υψίφωνος Μαρία Κάλλας, ο γιατρός
Γεώργιος Παπανικολάου. Δεν έφυγαν από αλαζονεία ούτε καν από φιλοδοξία. Η φυγή
στο εξωτερικό δεν ήταν, σε ό,τι τους αφορά, στοιχείο διαφορετικότητας ή
ιδιορρυθμίας. Έφυγαν για να εξασφαλίσουν
τα στοιχειώδη, νιώθοντας ότι εδώ, στη χώρα της αναξιοκρατίας, στην «Ψωροκώσταινα»
(όπως ευφυώς έχει χαρακτηρισθεί στο παρελθόν η Ελλάδα), δεν υπήρχε αέρας για να
ανασάνουν και νερό για να ξεδιψάσουν την πνευματική τους δίψα. Έφυγαν από
αξιοπρέπεια. Και κυρίως για να διασφαλίσουν τη φυσική και την πνευματική τους
επιβίωση.
Αναρωτιόμαστε
σήμερα ποια θα ήταν η τύχη και των δύο προαναφερθέντων αν είχαν τότε επιλέξει
να μείνουν. Υπάρχει έστω και ένας που να πιστεύει ότι θα είχαν γίνει οι
κορυφαίοι, οι πρώτοι των πρώτων, όπως και έγιναν; Η υψίφωνος, αντί για τις
μεγαλύτερες αίθουσες συναυλιών της υφηλίου θα είχε μάλλον σταδιοδρομήσει σαν
«ερμηνεύτρια» στα άθλια νυκτερινά μαγαζιά όπου βασιλεύει ο θόρυβος και όχι η
μουσική. Και σε ό,τι αφορά τον γιατρό, δέσμιος ενός παρωχημένου Εθνικού
Συστήματος Υγείας, δεν θα ήταν μάλλον αυτός, στου οποίου την έρευνα (τεστ ΠΑΠ) θα
χρωστούσαν τη ζωή τους περίπου 2 εκατομμύρια γυναίκες ανά τον κόσμο σε ετήσια
βάση.
Αυτή
λοιπόν η εξορία από το λατρεμένο τόπο που λέγεται Ελλάδα, αυτή η αξιοπρεπής
μετανάστευση, υπήρξε για πολλούς μεγάλους Έλληνες, το βαρύ φορτίο που έπρεπε να
σηκώσουν στους ώμους επειδή διεκδίκησαν για τον εαυτό τους κάτι περισσότερο και
κάτι καλύτερο από αυτά που συνήθως επιφυλάσσει η ελληνική μετριότητα.
Σημειωτέον ότι και οι δύο στους οποίους αναφερθήκαμε, παρά την απίστευτη
νοσταλγία για την Ελλάδα, επέστρεψαν εδώ ξανά μόνο σαν επισκέπτες, σαν Έλληνες
στην ψυχή αλλά ποτέ πια στην ταυτότητα. Και η ελληνική ειρωνεία: στα αεροδρόμια
και στα λιμάνια τους υποδέχθηκαν με ανθοδέσμες στα χέρια, με βαθιές υποκλίσεις,
με υπέρλαμπρους πανηγυρικούς λόγους, οι ίδιοι οι διώκτες τους, αυτοί που
παλαιότερα πρωτοστάτησαν υπέρ της φυγής τους.
Στις
μέρες μας ανθεί εκ νέου το φαινόμενο της μαζικής φυγής νέων, επί το πλείστον,
και λίαν παραγωγικών πνευματικών δυνάμεων στην αλλοδαπή. Η χώρα μας κινδυνεύει
σοβαρά να παρακμάσει πολιτισμικά. Προκειμένου οι Έλληνες να μείνουμε και να
δημιουργήσουμε στον τόπο μας, αυτόν τον ευλογημένο αρχαίο τόπο με τις
απίστευτες ομορφιές αλλά και τις μεγάλες αντιφάσεις, ενστερνιζόμαστε την
προσπάθεια για το Συμβούλιο Ελληνικού Πολιτισμού, με την ελπίδα να εξαλειφθούν
και να θεραπευτούν όλα αυτά που προαναφέρθηκαν.
Σοφία
Κοτσοβού
22.05.2013