Μνήμη θυσίας η σημερινή
επέτειος… Μνημόσυνο επίδοσης ηρωικής Ελλήνων, που κλήθηκαν στα όπλα πολέμου που
δεν ήταν δικός τους, πολέμου των Μεγάλων Δυνάμεων με το ελάχιστο ήθος… Τελούμε και
φέτος την ανάμνηση του ηρωικού χαμού Ελλήνων μαχητών και άμαχου πληθυσμού από
αιματηρές μάχες, από πείνα, από επιδημίες της κατοχής… 73 χρόνια μετά, η μνήμη
των Ελλήνων ακόμα αιμορραγεί.
Οι
Έλληνες, το ’40, με ολίγιστες, σε σύγκριση με του Άξονα, υλικές δυνάμεις, αλλά
με ασύγκριτες εφεδρείες ψυχής, αντιστάθηκαν στη φρενίτιδα παραφρόνων ηγετών,
στα αφιονισμένα πλήθη των στρατών τους, και καθόρισαν την έκβαση του πιο
δολοφονικού πολέμου στην ιστορία της ανθρωπότητας. Έδωσαν την ψυχή και τις ζωές
τους, οι Έλληνες, “λύτρον υπέρ του κόσμου”. Ενεπλάκησαν, χωρίς να το θέλουν, σε
μια βάρβαρη σύγκρουση των Δυτικοευρωπαίων,
οι οποίοι στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο έβαλαν τα θεμέλια για τον δεύτερο παγκόσμιο
πόλεμο.
Στην Κύπρο η λέξη “εισβολή”
είναι καλά γνωστή. Έχει χρώμα, το κόκκινο… Το χρώμα αυτό κατέκλυσε την Ελλάδα
το ’40, και για δέκα ολόκληρα χρόνια. Γιατί δεν ήταν μόνο ο πόλεμος με τους
Ιταλούς και τους Γερμανούς που πληρώθηκε με ελληνικό αίμα. Ήταν και η
“ευγνωμοσύνη” των συμμάχων, Άγγλων και Ρώσων, που μας πρόδωσαν στη συνέχεια, και
έκαναν αδελφό να σκοτώνει τον αδελφό, και ολοκλήρωσαν το έγκλημα της σφαγής
μιας γενιάς Ελλήνων … τότε, που δεν υπήρχε ελληνικό σπίτι που να μη θρηνεί
τουλάχιστον ένα σκοτωμένο, θύμα της κατοχής ή του Εμφυλίου.
Δύο παραδείγματα απέδωσε,
ιστορικά, η τραγωδία του 2ου παγκοσμίου πολέμου, ιστορικά
παραδείγματα εθνικού ήθους: των Γερμανο-ιταλών και των Ελλήνων. Γερμανοί και
Ιταλοί έκαναν επιθετικό πόλεμο, στο όνομα του εθνικισμού. Οι Έλληνες αμύνθηκαν
στο όνομα του έθνους. Το ιστορικό δίδαγμα είναι δραματικά αληθινό. Όταν το ήθος
των ανθρώπων είναι χαμερπές, η εθνοτική ιδεολογία και δράση διασύρει τα έθνη,
αμαυρώνει το όνομά τους στην ιστορία και στιγματίζει γενιές ολόκληρες. Όταν το
ήθος είναι υψηλό, όμως, η αγάπη για το έθνος, που ελαύνει τη συνείδηση του
λαού, παράγει στρατιές εθνομαρτύρων, που θυσιάζονται στο όνομα όχι μόνο του
έθνους αλλά του ίδιου του πολιτισμού.
Από την αρχαιότητα, το
έθνος των Ελλήνων ταυτίστηκε με τον πολιτισμό. Γι’ αυτόν σεμνύνονται οι
Έλληνες. Στο όνομά του έκαναν τους Περσικούς πολέμους, στο όνομά του απωθούσαν
αιώνες τα στίφη των επιδρομέων από την Ανατολή στο Βυζάντιο, στο όνομά του,
στις αρχές του 20ου αιώνα, θέλησαν, αλίμονο, να λυτρώσουν αλύτρωτες
ψυχές … στο όνομα του πολιτισμού και της δικαιοσύνης αντιστάθηκαν στους
επίβουλους και άδικους φασίστες και ναζί…
“Με απόλυτη βεβαιότητα”,
έλεγε ο Μουσολίνι, σε ομιλία του σε αλλόφρονα πλήθη, “με απόλυτη βεβαιότητα σας
λέω, θα τσακίσουμε την Ελλάδα.” Από ποιο, άραγε, ανίερο μένος ορμώμενος; Γιατί
ήθελε να ταπεινώσει τους Έλληνες; Μήπως επειδή το ψευδεπίγραφο μεγαλείο της
Ρώμης, ανά τους αιώνες, δεν μπόρεσε, τελικά, να ξεπεράσει τη δόξα των Ελλήνων;
Μήπως ο Ντούτσε πίστεψε πως θα τα καταφέρει; Γελάστηκε!
Έπρεπε ακόμα τρεις
εισβολείς να συμβάλουν: Αλβανοί, Βούλγαροι και Γερμανοί, για να καμφθεί η
αντίσταση των Ελλήνων. Όχι από το υπέρτερο θάρρος, αλλά από την υπέρτατη
αναίδεια των εισβολέων. Η αφροσύνη του υπερφίαλου Μουσολίνι, που ήθελε να
αποδείξει στο ίνδαλμά του, τον Χίτλερ, ότι μπορεί κι εκείνος να σφάζει και να
καταστρέφει, στάθηκε, όπως κάθε μωροδοξία, μοιραία. Ο Χίτλερ λέγεται πως
δήλωσε με πικρία: «εάν οι Ιταλοί δεν είχαν επιτεθεί στην Ελλάδα και δε
χρειάζονταν τη βοήθειά μας, ο πόλεμος θα είχε πάρει διαφορετική τροπή. Θα
είχαμε αποφύγει το ρωσικό χειμώνα κατά αρκετές εβδομάδες και θα είχαμε καταλάβει
το Λένινγκραντ και τη
Μόσχα. Δε θα υπήρχε Μάχη του Στάλινγκραντ.»
Στον 2ο
παγκόσμιο πόλεμο σκοτώθηκαν 80 εκατομμύρια άνθρωποι. Η Ελλάδα πλήρωσε με τη ζωή
88.300 στρατιωτών και 325.000 πολιτών. Αν στους νεκρούς προσθέσουμε τους
τραυματίες, τους αναπήρους, τους εξανδραποδισμένους εκ των πραγμάτων, αν
συνυπολογίσουμε τους βιασμούς, τα
βασανιστήρια, τον μεγάλο τριετή λιμό, τις ασθένειες που προκάλεσε, τον ίδιο το
φόβο, που θέριζε τις ψυχές των ανθρώπων, τότε καταλαβαίνουμε το μέγεθος της
ύβρεως των εισβολέων, την απύθμενη αναισχυντία τους, αλλά και το ύψος στο οποίο
αναρριχήθηκε η ελληνική ψυχή.
Ακόμα μερικά ενδεικτικά
στοιχεία. Η Ελλάδα αντιστάθηκε στους εισβολείς 219 ημέρες, η Νορβηγία 61, η
Γαλλία, η υπερδύναμη της εποχής, 43, η Πολωνία 30, το Βέλγιο 18, η Ολλανδία 4,
η Γιουγκοσλαβία 3, η Τσεχοσλοβακία καμία, το Λουξεμβούργο καμία και η Δανία
επίσης. Οι Δανοί, μάλιστα, παραδόθηκαν σε έναν
μοτοσικλετιστή του Χίτλερ, ο οποίος μετέφερε στον Δανό βασιλιά αίτηση του
Χίτλερ για διέλευση των ναζιστικών στρατευμάτων. Ο Δανός βασιλιάς, σε ένδειξη
υποταγής, παρέδωσε το στέμμα του στον μοτοσικλετιστή για να το πάει στο
Βερολίνο και στον Χίτλερ.
Στις 219 ημέρες της αντίστασης των Ελλήνων, οι νεκροί Έλληνες στρατιώτες
ανήλθαν στους 13.676. Κατά τη διάρκεια της τετραπλής κατοχής που ακολούθησε τα κατοχικά στρατεύματα
εκτέλεσαν: οι Αλβανοί
1165, οι Ιταλοί 8000,
οι Βούλγαροι
25000, οι Γερμανοί 50000.
Όσο για τα ποσοστά των συνολικών απωλειών, η Ελλάδα έχασε το 10%
του πληθυσμού της (750.000). Η Σοβ.
Ένωση το 2,8%, η Ολλανδία
το 2,2%, η Γαλλία
το 2%, η Πολωνία
το 1,8%, η Γιουγκοσλαβία
το 1,7% και το Βέλγιο
το 1,5%.
Ποιος Έλληνας, όμως,
στάθηκε απέναντι σ’ εκείνη τη λαίλαπα; Ποιος άνθρωπος; Γιατί αυτό πρέπει να
σκεφτούμε σοβαρά. Αυτή είναι η κληρονομιά του αγώνα των ηρώων εκείνων: ο
στοχασμός μας που παρακινεί η μνήμη τους.
Την επόμενη μέρα ήδη, της
κήρυξης του πολέμου, στις 29 Οκτωβρίου του ‘40, ο Γεώργιος Βλάχος, μια από τις
φωνές του αγώνα, έγραφε στην Καθημερινή
για την κληρονομιά των Ελλήνων: «Κληρονόμοι πλούτου τόσον μεγάλου, βαρείς από τον
φόρτον τόσων θρύλων και τόσων παραδόσεων, πώς μας εφαντάσθησαν τώρα, κύπτοντας
εμπρός εις τα κατάστιχα των πετρελαίων και της βενζίνης και των μηχανοκινήτων
μονάδων και αποφασίζοντας να παραδώσωμεν την ιστορίαν μας εις τους αριθμούς και
εις τα πετρέλαια την τιμήν μας;... [...]»
Ο ίδιος, πάλι, ο
Γεώργιος Βλάχος, στις 04 Νοεμβρίου, δίνει την απάντηση στο ερώτημα: «Ποιος
Έλληνας αντιστάθηκε;»: «[...] Λοιπόν;... Θα συνεχίσωμεν την συζήτησιν; Θα
βάλωμεν κάτω έναν καφέν και θα σταθώμεν γύρω από το φλιτζάνι του οι απόλεμοι,
οι άχρηστοι, οι καφενόβιοι, διά να πούμε, περί του ποιος θα νικήση και ποιος θα
επικρατήσει;... Προς Θεού! θα νικήση η Ελλάς! Όλους; ΟΛΟΥΣ! ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ!
Χωρίς συλλογισμούς, χωρίς συζητήσεις, χωρίς κεφάλια τα οποία αργοκινούνται και
αμφιβάλλουν, χωρίς μυαλό. Μυαλό δεν χρειάζεται. Χρειάζεται ενθουσιασμός και
παραφροσύνη. Χρειάζεται θάρρος αλόγιστον και καρδιά. Με αυτό το υλικόν έγινεν ο
Αγών του Εικοσιένα. Με αυτά τα όπλα νικούν οι λαοί. Ήρθατε να πάρετε την
Ήπειρον;... ΔΕΝ ΣΑΣ ΤΗΝ ΔΙΝΟΜΕ. Έχετε Στρατούς, έχετε Στόλους, έχετε αεροπλάνα,
είσθε σαράντα πέντε εκατομμύρια και είμαστε πέντε. ΔΕΝ ΣΑΣ ΤΗΝ ΔΙΝΟΜΕ. Θα μας
κάψετε. ΔΕΝ ΣΑΣ ΤΗΝ ΔΙΝΟΜΕ. Και θα προχωρήσωμεν και θα νικήσωμεν και θα σας
πετάξωμεν εις την θάλασσαν. Γίνεται;... Γίνεται, δεν γίνεται, αυτό πρέπει να
αισθάνεται και να βροντοφωνή η καρδιά. ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΘΑ ΓΙΝΗ.
[...] Θάρρος λοιπόν! Ό,τι θέλομεν αληθινά, με όλην μας την δύναμιν, γίνεται. Ό,τι αποφασίσωμεν με την ψυχήν μας γίνεται. ΚΑΙ ΘΑ ΓΙΝΗ.
[...] Όλοι μαζί! Θα αγωνισθώμεν τώρα όλοι μαζί, θα ανθέξωμεν όλοι μαζί, θα προελάσωμεν όλοι μαζί, και μίαν ευλογημένην ημέραν, όταν θα διαλαλούν την ευτυχίαν μας οι κώδωνες των σημαιοστολίστων εκκλησιών μας, θα ψάλλωμεν όλοι μαζί ΤΗ ΥΠΕΡΜΑΧΩ ΣΤΡΑΤΗΓΩ ΤΑ ΝΙΚΗΤΗΡΙΑ... [...]».
[...] Θάρρος λοιπόν! Ό,τι θέλομεν αληθινά, με όλην μας την δύναμιν, γίνεται. Ό,τι αποφασίσωμεν με την ψυχήν μας γίνεται. ΚΑΙ ΘΑ ΓΙΝΗ.
[...] Όλοι μαζί! Θα αγωνισθώμεν τώρα όλοι μαζί, θα ανθέξωμεν όλοι μαζί, θα προελάσωμεν όλοι μαζί, και μίαν ευλογημένην ημέραν, όταν θα διαλαλούν την ευτυχίαν μας οι κώδωνες των σημαιοστολίστων εκκλησιών μας, θα ψάλλωμεν όλοι μαζί ΤΗ ΥΠΕΡΜΑΧΩ ΣΤΡΑΤΗΓΩ ΤΑ ΝΙΚΗΤΗΡΙΑ... [...]».
Αυτός ο Έλληνας, τελικά,
νίκησε τους επίδοξους τυράννους της ανθρωπότητας. Ο Έλληνας που πάνω από τη
συγκυριακή του επιβίωση, πάνω από την εύλογη ανάγκη κάθε ανθρώπου για ειρήνη
και ευημερία, έθεσε τη ζωτική ανάγκη του για αξιοπρέπεια, που μόνο άνθρωποι με
βαθιά ψυχή μπορούν να νιώσουν. Ψυχή βαθιά και πλατιά, η ελληνική ψυχή, που
χώρεσε αιώνες τώρα τα «πάθια και τους καημούς» όλου του κόσμου.
Στον δεύτερο παγκόσμιο
πόλεμο οι ηγέτες της Ευρώπης επέθεσαν στους ώμους των λαών τους την ευθύνη να
άρουν το αδιέξοδο, στο οποίο είχαν οδηγήσει τις τύχες των κρατών τους. Σήμερα,
που οι ηγέτες της Ευρώπης κάνουν τα ίδια λάθη, που οδηγούν τους λαούς τους σε
απόγνωση, που η Γερμανία οδηγεί το όχημα της Ευρώπης σε ατραπούς στενές, που
είναι αδύνατο να τις διαβούν οι λαοί, ελπίζουμε στην αλλαγή πορείας την τελευταία
στιγμή. Ελπίζουμε, αν όχι η σοφία τουλάχιστον η μνήμη να λειτουργήσει, και το
δίχτυ που έστησαν τα ευρωπαϊκά κράτη με την Ευρωπαϊκή Ένωση, να συγκρατήσει τις
αμετροεπείς φιλοδοξίες των Γερμανών κυρίως, και πάλι, και να μη χρειαστεί οι
Έλληνες, και κανένας άλλος λαός, να αιμορραγήσουν ξανά, και να ράνουν με το
αίμα τους το θυσιαστήριο της σύγχρονης Ιστορίας.
Και για να τελειώσω,
αυτόν τον, προσπάθησα, λιτό και απέριττο ύμνο στο ’40, καλώ σε βοήθεια τον Νίκο
Γκάτσο, που εξέφρασε άριστα την ελληνική ψυχή:
«Στα
κακοτράχαλα τα βουνά,
με το σουραύλι και το ζουρνά.
Πάνω στην πέτρα την αγιασμένη,
χορεύουν τώρα τρεις αντρειωμένοι.
Ο Νικηφόρος και ο Διγενής
και ο γιος της Άννας της Κομνηνής.
Δική τους είναι, μια φλούδα γης,
μα εσύ Χριστέ μου, τους ευλογείς,
για να γλιτώσουν αυτή τη φλούδα,
απ' το τσακάλι και την αρκούδα.
Δες πως χορεύει ο Νικηταράς,
και αηδόνι γίνεται ο ταμπουράς.
Από την Ήπειρο ως το Μωριά,
και απ' το σκοτάδι στη λευτεριά,
το πανηγύρι κρατάει χρόνια,
στα μαρμαρένια του χάρου αλώνια.
Κριτής και αφέντης, είναι ο Θεός
και δραγουμάνος του ο λαός.»
με το σουραύλι και το ζουρνά.
Πάνω στην πέτρα την αγιασμένη,
χορεύουν τώρα τρεις αντρειωμένοι.
Ο Νικηφόρος και ο Διγενής
και ο γιος της Άννας της Κομνηνής.
Δική τους είναι, μια φλούδα γης,
μα εσύ Χριστέ μου, τους ευλογείς,
για να γλιτώσουν αυτή τη φλούδα,
απ' το τσακάλι και την αρκούδα.
Δες πως χορεύει ο Νικηταράς,
και αηδόνι γίνεται ο ταμπουράς.
Από την Ήπειρο ως το Μωριά,
και απ' το σκοτάδι στη λευτεριά,
το πανηγύρι κρατάει χρόνια,
στα μαρμαρένια του χάρου αλώνια.
Κριτής και αφέντης, είναι ο Θεός
και δραγουμάνος του ο λαός.»
Τιμή και δόξα στους
Έλληνες ήρωες του ’40! Αιωνία τους η μνήμη!
Δερύνεια, Εκκλησία Αγίων Πάντων, 28-10-2013