Πολύ ευχαριστώ όλες και
όλους για την παρουσία σας σήμερα εδώ. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στον κ.
Χρήστο Κιόση, που είχε την καλοσύνη να προετοιμάσει τη σημερινή εκδήλωση. Είμαι
ιδιαίτερα συγκινημένος, οφείλω να σας πω, για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι βρίσκονται
εδώ παλιοί μου φοιτητές, συνοδοιπόροι για ένα ολόκληρο έτος, κάποιου από τα
δεκατρία χρόνια που διδάσκω στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Ο δεύτερος λόγος
είναι ότι η συγκυρία τόσο για την πολιτική, στην Ελλάδα, όσο και για τον
πολιτισμό, είναι ιδιαίτερα κρίσιμη.
Το
θέμα της ομιλίας μου ορίστηκε αρκετά πριν την πρόσφατη δημόσια εκτέλεση της
δημόσιας Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης. Δυστυχώς έγινε επίκαιρο. Το επίμαχο
γεγονός με επηρέασε ιδιαίτερα, αφού υπήρξα κι εγώ, πριν από δεκατέσσερα χρόνια,
για τρία χρόνια συνεργάτης της Ε.Ρ.Τ. 3, του 9.58 στα FM, του «Σταθμού στον Πολιτισμό».
Χαμηλόμισθος συνεργάτης ήμουν, όπως η συντριπτική πλειοψηφία των συνεργαζομένων
με τη Δημόσια Ραδιοτηλεόραση, η οποία συνέλεξε, στις 8 περίπου δεκαετίες που
λειτούργησε, ό,τι σημαντικότερο σε ανθρώπινο υλικό έχει να επιδείξει ο
σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να αφιερώσω την εκδήλωση
αυτή στη μνήμη της Ε.Ρ.Τ., και στους ανθρώπους που την έκαναν τόσο σημαντική
όσο ήταν.
«Πολιτική»
και «πολιτισμός», ετυμολογικά και στην πραγματικότητα, αφορούν στους πολίτες
και την πόλη τους. Υπάρχει η εξής διαφορά: «πολιτική» είναι μια μορφή, μια
κατάσταση της πόλης στον χρόνο. Είναι η ζωή των πολιτών μιας πόλης. Κατά
κάποιον τρόπο, η πολιτική ανήκει στην πόλη, η εκάστοτε πολιτική στην εκάστοτε
πόλη. Συνακόλουθα, ο πολιτικός είναι της πόλης ή ανήκει στην πόλη, όπως ο
κρατικός είναι του κράτους ή ανήκει στο κράτος, και ο δημοτικός είναι του δήμου
ή ανήκει στον δήμο. Πρόκειται για κάτι
που υφίσταται ως κατάσταση, που είναι όπως είναι. Η πολιτική των πολιτικών,
θέλω να πω, δίνει σχήμα και μορφή στην πόλη, κάνει μια Πολιτεία αυτό που είναι.
Οι μεταξύ των πολιτικών διαμάχες και συγκρούσεις, επίσης. Το φάσμα των
πολιτικών ιδεολογιών που εκπροσωπούνται σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία,
επίσης. Όλα που αφορούν στην πολιτική, έχουν άμεσο αντίκτυπο στην πόλη, και
κάνουν τους πολίτες αυτό που είναι.
Από την άλλη, ο «πολιτισμός», όπως κάθε –ισμός, αφορά σε
μια θεωρία για το αντικείμενο, γι’ αυτό που είναι ή πρέπει να είναι. Ο
πολιτισμός, επομένως, είναι θεωρία για την πόλη, όπως ο κρατισμός είναι μια
αντίληψη ή θεωρία για το κράτος, ο αναρχισμός μια θεωρία για την αναρχία, για
την κατάργηση του κράτους, ο ρατσισμός μια θεωρία για τη διαφοροποίηση με βάση
τη φυλή ή την καταγωγή, ο αυταρχισμός μια θεωρία για τη μονομερή επικράτηση του
αυταρχικού, εκείνου δηλαδή που πραγματώνει τον αυταρχισμό.
Με βάση το τελευταίο παράδειγμα, βέβαια, και ο πολιτικός
εκφράζει και εφαρμόζει μια θεώρηση που έχει για τον «πολιτισμό», για το πώς
πρέπει να ζουν οι πολίτες. Έτσι δίνοντας περιεχόμενο στις έννοιες, μπορούμε να
ξανασκεφτούμε τον πολιτισμό και την πολιτική, στην πραγματικότητα σκεπτόμενοι
ίσως για πρώτη φορά τις δύο αυτές έννοιες, αφού ο μόνος τρόπος για να σκεφτείς
κάτι, είναι να του δώσεις ο ίδιος περιεχόμενο, αναγόμενος σε έννοιες που ο
ίδιος θα επικαλεστείς για να το κατανοήσεις.
Πολιτισμός, επαναλαμβάνω, είναι μια θεωρία για την πόλη,
γι’ αυτό που νομίζει κανείς ότι πρέπει να είναι μια πόλη, γι’ αυτό που νομίζει
ότι πρέπει να ζουν οι πολίτες. Πολιτική είναι η εφαρμογή του πολιτισμού, της
θεωρίας για τη ζωή των πολιτών. Ο πολιτισμός κάθε πόλης, λοιπόν, κάθε κράτους,
με σύγχρονη ορολογία, εκ των πραγμάτων, απηχεί το πώς σκέφτονται οι πολιτικοί
για την πόλη και τους πολίτες, και τι κάνουν, την πολιτική δηλαδή που
εφαρμόζουν. Από την άποψη αυτή, αρχίζοντας από το τέλος, ο τρόπος που ζουν οι
πολίτες και η κατάσταση της πόλης οφείλονται στη θεωρία πολιτισμού που
εφαρμόζουν οι πολιτικοί.
Όλα όσα, κατά τα άλλα, σκεφτόμαστε για τον πολιτισμό, οι
τέχνες και τα γράμματα δηλαδή, εμπίπτουν στην παιδεία πρωτογενώς, η οποία και
αυτή, όμως, αφορά στη ζωή των πολιτών, και καθορίζεται, φυσικά, από τη θεωρία
των πολιτικών για τον πολιτισμό. Είναι, από την άποψη αυτή, σφάλμα να
διαχωρίζονται πολιτική και πολιτισμός, με το σκεπτικό, ενδεχομένως, ότι ό,τι
δεν μπορεί η πολιτική το μπορεί ο πολιτισμός. Η πολιτική διέπεται από τον
θεωρητικό προσανατολισμό του πολιτισμού, όπως τον σκέφτονται οι πολιτικοί. Αν
πάσχει, λοιπόν, ο πολιτισμός στη θεωρία, αυτό απηχείται στην πολιτική. Και η
πολιτική, η οποία είναι πολιτισμός στην πράξη, απηχεί τον πολιτισμικό
προσανατολισμό των πολιτικών.
Έτσι,
μια εξιδανικευτική άποψη για τη ζωή των πολιτών, που ενυπάρχει στην έννοια του
πολιτισμού, δεν έχει μάλλον σημασία, αν το πολιτικό πρόγραμμα των πολιτικών δεν
μπορεί να την πραγματώσει! Από την άλλη, όσο κι αν οι πολίτες κάνουν
προσπάθειες πολιτισμού, ζουν δηλαδή εφαρμόζοντας ιδέες για τον πολιτισμό, στην
πραγματικότητα προσπαθούν να προσαρμόσουν μια ζωή μεγαλεπήβολου σχεδιασμού στα
στενά περιθώρια, αν υπάρχουν και αυτά, που αφήνει η πολιτική πολιτικών που δεν
κάνουν σχέδια πολιτισμού.
Με
αυτές τις σκέψεις ως οδηγό, εξηγούνται νομίζω πολλά, που ζούμε σήμερα στην
Ελλάδα, αλλά και όσα ιστορικά ξεδιπλώνονται στην ελληνική πόλη από την
αρχαιότητα. Ο χρυσός αιώνας, ο 5ος π.Χ., στην Αθήνα, δεν συνδέθηκε
τυχαία με το όνομα του Περικλή. Εκείνος σκεφτόταν για τον πολιτισμό όπως
σκεφτόταν και εφήρμοσε την πολιτική που εφήρμοσε. Στις εποχές που ακολούθησαν,
στην καθεμιά ξεχωριστά, μπορούμε να εφαρμόσουμε την ίδια συλλογιστική, και να
καταλάβουμε γιατί ο ελληνικός κόσμος έπαιρνε, κάθε φορά, τη μορφή που έπαιρνε.
Τι
μπορούσαν, φερειπείν, οι Έλληνες να κάνουν στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας;
Ζούσαν όπως επέτασσε το πνεύμα της πολιτικής εξουσίας, τουρκικής και δοτής
ελληνικής. Όταν λέω πνεύμα, εννοώ τη θεωρία για τον πολιτισμό όσων κυβέρνησαν
την Ελλάδα τότε. Στη συνέχεια, στις λίγες δεκαετίες από την απελευθέρωση μέχρι
σήμερα, δεν χρειάζεται να εμμείνω σε μικρές περιόδους, ανάλογα με το ποιος είχε
την πολιτική εξουσία κάθε φορά. Το πνεύμα των πολιτικών για τον πολιτισμό δεν
είχε σοβαρές διακυμάνσεις. Γι’ αυτό η ζωή των Ελλήνων πολιτών εξελίχθηκε όπως
εξελίχθηκε τους δύο τελευταίους αιώνες.
Αγόμενοι
και φερόμενοι από πολιτικές ιδεοληψίες οι Έλληνες, έγιναν έρμαια των πολιτικών
ταγών, έρποντες ακόλουθοι κομματικών αρχηγίσκων. Η πολιτισμική ένδεια του τόπου
δεν αφορά τις εκδηλώσεις πολιτισμού, που είναι πολλές διαχρονικά. Απηχεί την
κατάσταση στη χώρα, όπως διαμορφώνεται δεκαετία τη δεκαετία, όλο και χειρότερα
καθώς περνούν τα χρόνια, εξαιτίας της φτώχιας στο πολιτισμικό πνεύμα των
πολιτικών που διαχειρίστηκαν τη ζωή των πολιτών στην Ελλάδα.
Δεν
έλειψαν, διευκρινίζω, τα πολιτισμικά σωματεία, τα ωδεία, οι σχολές χορού, τα
θέατρα, οι παραστάσεις κάθε είδους, η καλή μουσική, οι καλές εκδόσεις. Όλα
αυτά, μάλιστα, περίσσευαν. Έλειψε όμως ο λόγος, που είναι στοιχείο σημαντικό,
ενδεικτικό επίσης της στέρησης στην πολιτισμική θεωρία των πολιτικών της
μεταπολίτευσης κυρίως. Ο λαός, έτσι, στερήθηκε δραματικά τον λόγο. Στην
εκκωφαντική σιωπή, που επικρατεί εδώ και τέσσερις δεκαετίες, λοιπόν, ακούγονται
κυρίως κενά πολιτικά συνθήματα, τα κρωξίματα μαθητών – παπαγάλων και τα πλήκτρα
υπολογιστών και κινητών τηλεφώνων. Επίσης, εξατμίσεις μεγάλου κυβισμού μηχανών,
κραυγές στα στάδια και ατέρμονα από τηλεοράσεως και ραδιοφώνου λογύδρια και
δήθεν συζητήσεις. Ακόμα, κουτσομπολιά, ανόητα αστεία, ύβρεις, κραυγές επηρμένων
κομματαρχών και λειψών κομματικοδίαιτων ανδρείκελων.
Από
την άλλη, η επίσημη διανόηση των Πανεπιστημίων απολάμβανε την ασφάλεια του
ακαδημαϊκού γκέτο. Οι πανεπιστημιακοί απασχολούνταν κατά κύριο λόγο με τις
ίντριγκες ενός ακαδημαϊκού κατεστημένου που θυμίζει σε όλα τα Πανεπιστήμια του
Μεσαίωνα. Στην καλύτερη περίπτωση, ερημίτες στην ίδια τους τη χώρα, ζούσαν για
την έρευνα, την ατομική επιστημονική τους επίπλευση στα δικά μας ή σε ξένα
νερά.
Βεβαίως,
σποραδικά, μπορούσε κανείς να βρει περιπτώσεις διανοουμένων, πανεπιστημιακών
και μη, αρκετά μαχητικών, που στο τέλος, όμως, παραφρονούσαν, και παραφρονούν,
από το ένα άκρο πηγαίνοντας στο άλλο των ιδεών, χτυπημένοι από την ασθένεια,
την ανίατη, της διανόησης: τη μονομανία. Κανένας από τους λίγους αυτούς δεν
κατάφερε, αυτό που είναι το οξυγόνο του πολιτισμού, να το εξασφαλίσει σε
επάρκεια και να επιζήσει ο λόγος του. Δεν κατάφεραν δηλαδή, ίσως εξαιτίας και
του αντίξοου κλίματος, του μη πολιτισμένου εννοώ, αλλά κυρίως εξαιτίας του
ελιτισμού τους, να πείσουν τους Έλληνες ότι σκέφτονται γι’ αυτούς, να τους
συγκινήσουν αρκετά, για να γίνει ο μοναχικός τους λόγος καθολική προσευχή.
Αυτά
σε ό,τι αφορά τα βιβλία. Και οι εφημερίδες, όμως, οι μεγάλες όπως λέμε, δεν
κατάφεραν να παίξουν καλύτερο ρόλο. Εξαιτίας, ίσως, ενός άλλου ελιτισμού, εκεί,
οι διανοούμενοι – αρθρογράφοι ταυτίζονταν με το οικονομικο-κοινωνικό
κατεστημένο, με την πολιτική φατρία, ακόμα, που εκπροσωπεί κάθε φυλλάδα, και
έβλεπαν την κοινωνία των πολιτών, των Ελλήνων, αφ’ υψηλού, προσβλέποντας
περισσότερο στην εύνοια των ισχυρών παρά στην εμπιστοσύνη και την εκτίμηση των
συμπατριωτών τους, που χρειάζονταν πρότυπα, σχεδίες ιδεών σημαντικών, για να
διαβούν το φουσκωμένο ποταμό της πολιτικής φενάκης και της ψευδο-κουλτούρας
κάθε είδους. Φωτεινή εξαίρεση, εδώ, ήταν ο Μάριος Πλωρίτης, που παίδευε τους
αναγνώστες του κάθε Κυριακή με κείμενα πλήρη λόγων σημαντικών και παιδευτικών,
δικών του και άλλων, που αποθησαύριζε με αξιοθαύμαστη ικανότητα από την
παγκόσμια παρακαταθήκη πολιτισμού αιώνων.
Θέλω
εδώ, μιλώντας για τον πολιτισμό του λόγου, να κάνω μια διευκρίνιση. Δεν εννοώ,
όταν αναφέρομαι στον λόγο, τη γλώσσα γενικά και αόριστα. Γιατί και αυτή η
παρεξήγηση μας κόστισε πολύτιμο χρόνο. Για καιρό ακούγαμε για την έκπτωση της
χρήσης της ελληνικής γλώσσας, για την προϊούσα φτωχοποίησή της, για την
εκπεπτωκυία γλωσσική έκφραση των νέων, για την αδυναμία τους να μιλήσουν και να
γράψουν «σπουδαία» ελληνικά. Ήταν ένας μύθος, μια δεινή παρεξήγηση. Οι Έλληνες
δεν έχασαν τη γλώσσα τους. Ξέχασαν ή δεν έμαθαν να τέρπονται και να τρέφονται
με τη γλώσσα πρωτότυπων ιδεών. Περίσσευσαν τα στερεότυπα, συγχορδίες λόγου ορθών
Ελληνικών αλλά χωρίς περιεχόμενο, λόγου διατυπωμένου μηχανικά, στα εργαστήρια
κατασκευής πολιτικών λογυδρίων, και στα φροντιστήρια, που μαθητές μαθαίνουν τις
«σωστές» ιδέες και τις ορθές διατυπώσεις, που δεν χρειάζεται να τους
συναρπάζουν αλλά μόνο να τις αποστηθίζουν για να «γράψουν» καλά, τα σωστά, και
να χάσουν μια καλή ευκαιρία στη ζωή τους να αμφισβητήσουν τις ιδέες, τον τρόπο,
που τις μαθαίνουν, και να πιστέψουν ότι μπορούν να σκεφτούν μόνοι και να
μιλήσουν εξ ονόματός τους με λόγο δικό τους, έστω σωστά δανεισμένο από καλούς
δασκάλους και σημαντικά κείμενα.
Η
Παιδεία φυσικά, κάθε φορά, στον προβληματισμό για τα κακώς κείμενα, έρχεται και
επανέρχεται στη σκέψη. Φταίει η Παιδεία; Μπορεί η Παιδεία να βοηθήσει στην
έξοδο από το σκοτεινό διάδρομο που μπήκαμε, και που το «χρυσό» φως στην άκρη
του είναι το χρώμα του κενού που θα πέσουμε όταν βγούμε; Η Παιδεία δεν φταίει.
Η Παιδεία είναι έννοια, και μάλιστα χωρίς περιεχόμενο. Όταν, λοιπόν,
κατηγορούμε την Παιδεία, είναι σαν να θλιβόμαστε για το διάστημα που δεν έχει
οξυγόνο. Δεν έχει νόημα. Φταίνε, μήπως, οι εκπαιδευτικοί; Ούτε αυτοί. Είναι σαν
να ζητάμε από ένα δάσκαλο φωνητικής να διδάξει χορό. Δεν γίνεται.
Εκείνοι
που ευθύνονται, για να επιστρέψω στον αρχικό προβληματισμό, είναι οι πολιτικοί
που δεν έχουν πολιτισμό, που δεν έχουν όχι πλούσια θεωρία αλλά ούτε καν
στοιχειώδη εποπτεία για το πώς η ζωή στην πόλη μπορεί να γίνει καλύτερη, για το
πώς η ζωή των πολιτών μπορεί να είναι αξιοπρεπής και ευχάριστη. Είναι
αυτονόητο, φυσικά, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, ότι οι εξαιρέσεις
επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Πολιτική
σκέψη και πράξη, όμως, χωρίς θεωρία για τον πολιτισμό, για τον τρόπο ζωής
δηλαδή των πολιτών, είναι διαχειριστική σκέψη και πράξη, χρήσιμη και αυτή αλλά
όχι επαρκής. Η ανεπάρκεια αυτή προφαίνεται σήμερα, κατεξοχήν, που η
διαχειριστική λογική έφθασε σε αδιέξοδο, και οδήγησε τους πολίτες στην απόγνωση.
Στο όνομα μιας τέτοιας, τυφλής πολιτισμικά πολιτικής διαχείρισης, κάθε
μεθόδευση γίνεται θεμιτή, κάθε κατάχρηση εξουσίας εύλογη.
Πρέπει,
ωστόσο, να διευκρινίσω περισσότερο τη σημασία της πολιτισμικής θεωρίας ως
συστατικού στοιχείου της πολιτικής θεωρίας. Αυτό, φυσικά, ισχύει ούτως ή άλλως,
αφού κάθε πολιτικός αναφέρεται στους ανθρώπους – πολίτες μιας πολιτείας, μιλάει
στο όνομά τους, και πράττει, υποτίθεται, προς όφελός τους. Αν, στην πράξη, δεν
επωφελούνται οι πολίτες, τότε πάσχει η θεωρία του πολιτικού για τον άνθρωπο, η
πολιτισμική του θεωρία.
Το
ζήτημα είναι το εξής: ποια θεωρία πολιτισμού θα προφύλασσε από την πολιτική
αυθαιρεσία; Εξ ορισμού, μια τέτοια θεωρία υποβάλλει τη μέριμνα για τον πολίτη
και αποκλείει τις αυθαίρετες πολιτικές επιλογές. Αυτό, για παράδειγμα, που
παράγει ως πολιτική ο Ερντογάν σήμερα, είναι προϊόν της αυθαίρετης πολιτικής
του σκέψης, που ενδύεται τον μανδύα μιας πολιτισμικής θεώρησης. Με πρόσχημα
αυτή τη θεώρηση, επιχειρεί να επιβάλει ένα τρόπο ζωής σε ένα ολόκληρο λαό.
Ό,τι
διαφοροποιεί ένα πολιτισμένο από ένα απολίτιστο πολιτικό, ωστόσο, είναι ότι ο
πρώτος προτείνει στους πολίτες ενώ ο δεύτερος επιβάλλει. Αν οι προτάσεις για τον
πολιτισμό είναι αξιόλογες, δεν γίνονται με αλλότρια κίνητρα, και δεν υποτιμούν
τη νοημοσύνη των πολιτών, ο πολιτικός δεν είναι δύσκολο να υποστηρίξει τις
προτάσεις αυτές. Κι αυτό, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας ανάδειξης αξιών που δεν
διαιρούν τους πολίτες, που δεν ευνοούν την εκμετάλλευση κάποιων από κάποιους
άλλους.
Μια
τέτοια θεωρία για τον πολιτισμό, δηλαδή, δεν έχει σχέση με κομματικούς
σχεδιασμούς για την κατάκτηση της εξουσίας και τη συνακόλουθη νομή προνομίων σε
ημετέρους. Υπό το πρίσμα μιας τέτοιας πολιτισμικής - πολιτικής αντίληψης, δεν
υποβάλλονται προσδοκίες σε κάποιους πολίτες για την προσωπική τους επίπλευση
έναντι άλλων. Καθίσταται δηλαδή σαφές, ότι το προσωπικό όφελος θεραπεύεται όταν
ένα αξιόλογο όραμα πραγματωθεί και ισχύσει για όλους που ατενίζουν, με τη
βοήθεια του πολιτικού, και χάρη στις προτάσεις του, τον ίδιο πολιτισμικό
ορίζοντα. Όσο περισσότεροι οι πολίτες
αυτοί, οι πεπεισμένοι για ένα αξιόλογο όραμα, τόσο καλύτερα, τόσο μεγαλύτερες
οι ελπίδες για τον καθένα χωριστά.
Όταν,
αντίθετα, οι πολιτικές επιλογές εκφράζουν την αδιαφορία των πολιτικών για τους
πολλούς, και στοχεύουν στην εξυπηρέτηση λίγων, των εαυτών τους
συμπεριλαμβανομένων, καταδεικνύεται η απουσία πολιτισμικού οράματος. Εξαιτίας
αυτής της στέρησης, όλο και λιγότεροι και όλο και λιγότερο οι πολίτες
συσπειρώνονται, με αποτελέσματα καταλυτικά για την υπόσταση της πολιτείας.
Σήμερα,
που ζούμε την καταρράκωση των θεσμών της Ελληνικής Πολιτείας, για παράδειγμα,
την απώλεια κεκτημένων δικαιωμάτων σημαντικών των πολιτών, πληρώνουμε την
εξατομικευμένη στόχευση πολιτικών επιλογών, την άοκνη εργασία των πολιτικών για
την προώθηση των ήδη ευνοημένων. Το ερώτημα επομένως, καταληκτικά, είναι το
εξής. Τι μπορούν να κάνουν οι πολίτες για την κατάσταση αυτή; Καταρχήν να
συνειδητοποιήσουν τα πιο πάνω. Να συναισθανθούν την ανάγκη που υπάρχει για
σκέψη στο όνομα του πολιτισμού και όχι της πολιτικής πρωτογενώς. Πολιτική σκέψη
χωρίς θεωρία για τον πολιτισμό είναι το άλλοθι που μπορούν να δώσουν οι πολίτες
στους πολιτικούς, όταν βυσσοδομούν σε βάρος τους.
Μια
πολιτισμική θεώρηση της ζωής σε μια πολιτεία, ωστόσο, είναι σκέψη που πρέπει να
κάνουν οι πολίτες διαρκώς, και να θυμίζουν στους πολιτικούς να την κάνουν
επίσης. Και, όπως είπα, η πολιτισμική αυτή θεώρηση είναι στην ουσία της
καθολική. Συμπεριλαμβάνει τους περισσότερους δυνατούς μετόχους στην επιτέλεση
πράξεων πολιτισμού. Είναι σκέψη που ανοίγει το κάδρο της αναφοράς στους
συμπολίτες μας. Είναι σκέψη από τον ένα για όλους. Για παράδειγμα: όταν
σκέφτομαι για την παιδεία, οφείλω να περιμένω από τον πολιτικό να μου μιλήσει για
τον σχεδιασμό μιας παιδείας με στόχους καθολικούς, στο πλαίσιο της οποίας όλα
τα παιδιά θα μαθαίνουν πράγματα χρήσιμα για όλους, ανεξάρτητα από ιδιαίτερες
ικανότητες και επιδόσεις. Στη θέση μιας τέτοιας παιδείας, αυτό που σήμερα
υπάρχει ως εκπαιδευτικό σύστημα στηρίζεται σε απρόσωπα αναλυτικά προγράμματα
που διδάσκουν απρόσωποι εκπαιδευτικοί σε απρόσωπους μαθητές. Τα πρόσωπα
αποκαλύπτονται μόνο όταν ζητούμενο είναι η επίδοση, και διαφοροποιούνται,
επίσης, ανάλογα με την ατομική ικανότητα στην απομνημόνευση αδιάφορων, ως επί
το πλείστον, γνώσεων.
Ο
πολιτικός, συμπερασματικά, οφείλει να είναι δημιουργός πολιτισμού, αν είναι να
εκπληρώσει κάποια αποστολή ως πολιτικός. Κανένας δημιουργός, καλλιτέχνης ή
άλλος, δεν έχει στο νου του ένα συγκεκριμένο αποδέκτη της δημιουργίας του όταν
δημιουργεί. Στην πραγματικότητα, όπως λέει η λέξη, εργάζεται για τον δήμο,
δηλαδή για όλους. Όλοι, δυνητικά, για παράδειγμα, είναι αποδέκτες ενός έργου
τέχνης, παρόλο που μπορεί να βρεθεί στην κατοχή ενός. Ο καλλιτέχνης που το
έφτιαξε δεν είχε στο νου τον ένα αγοραστή του έργου του. Το δημιούργησε
αναφερόμενος σε πολλούς δυνητικούς αγοραστές, και σε όλους που θα μπορούσαν να το
δουν και να το θαυμάσουν. Ο πολιτισμός είναι για όλους. Το ίδιο πρέπει να είναι
και η πολιτική, αν είναι πολιτική πολιτισμένων πολιτικών…
Σήμερα,
περισσότερο από ποτέ, στην Ελλάδα, και όχι μόνο, πρέπει τα πολιτικά συνθήματα
που διαφημίζουν τη μέριμνα για τον άνθρωπο, να πάρουν περιεχόμενο από την
πολιτική πράξη. Για να πάρουν όμως τέτοιο περιεχόμενο, οι πολιτικοί που λένε τα
συνθήματα πρέπει να τα εννοούν. Πρέπει, δηλαδή, να έχουν μια θεωρία,
πολιτισμική, που αποκρυσταλλώνεται στα συνθήματα. Τέτοια, όπως φάνηκε στη
μεταπολίτευση, δεν υπάρχει. Δεν την έχουν οι πολιτικοί.
Αν
κάποιοι μπορούν να διατυπώσουν μια τέτοια θεωρία πολιτισμού, δεν πρέπει να
καθυστερούν. Διανοούμενοι, πανεπιστημιακοί, εκπαιδευτικοί, δημοσιογράφοι,
συνδικαλιστές, όλοι που έχουν δημόσιο βήμα, οφείλουν να μπορούν να διατυπώσουν
μια συγκροτημένη θεωρία, συνεκτικό ανθρωπιστικό λόγο. Αν οι πολίτες συνηθίσουν
ν’ ακούν τέτοιο λόγο, θα καταλάβουν ότι αυτός ο λόγος τους αφορά. Θα έχουν
κριτήριο να κρίνουν την πολιτική κενολογία και ποιος πολιτικός, επίσης, είναι
ικανός για το μικρότερο δυνατό κακό!
Δρ. Ιωάννης
Σ. Χριστοδούλου
22
Ιουνίου, Αθήνα, Πολιτιστικό Κέντρο Ε.Υ.Δ.Α.Π.
Απολύτως επίκαιρο! Ο πολιτισμός αντίδοτο στην πολιτική κενολογία...
ΑπάντησηΔιαγραφή