Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Σκέψη και βίος στην ελληνική φιλοσοφική παράδοση

Σήμερα θα προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε μία από τις διαφορές, που κάνουν τη σύγχρονη εποχή στην Ελλάδα διαφορετική από την Ελλάδα των αρχαίων χρόνων. Η μεγάλη απόσταση στον χρόνο καθιστά τις δύο εποχές πολύ διαφορετικές. Ωστόσο, οι διαφορές είναι ανιχνεύσιμες. Είναι άλλες αγεφύρωτες, λόγω της διαφοράς στις συνθήκες της ζωής, και άλλες υπόθεση διαχείρισης του ανθρώπινου εαυτού, ανεξάρτητα από τις συνθήκες.
Για παράδειγμα, στα αρχαία χρόνια οι Έλληνες σκέφτονταν. Οι σύγχρονοι Έλληνες όχι όπως οι αρχαίοι. Με δύο τρόπους διαφέρει η σκέψη των αρχαίων από εκείνο που οι σύγχρονοι ονομάζουμε σκέψη. Είναι η σκέψη ως δημιουργία, αφενός, και η σχέση σκέψης και πράξης. Για τους αρχαίους η σκέψη ήταν προϋπόθεση της πράξης. Είναι, όμως, και το είδος της σκέψης.
Τι σημαίνει σκέψη στην Αρχαία Ελλάδα; Σημαίνει γλωσσική δημιουργία. Και το ότι αυτό εξέλιπε σήμερα, καταφαίνεται από την έλλειψη, στη σύγχρονη Ελλάδα, φιλοσοφικού λόγου. Άλλα είδη λόγου υπηρετούνται ωστόσο, από άξιους εκπροσώπους: ποίηση, δοκίμιο, ρητορική. Η φιλοσοφία υπολείπεται. Στη φιλοσοφία η γλώσσα γίνεται δημιουργική. Δεν είναι  ελεύθερη, όπως είναι στην ποίηση, δεν είναι τόσο ευρηματική, όσο είναι στο δοκίμιο. Είναι, όμως, δημιουργική.
Είναι μια γλώσσα που η ελευθερία της καθορίζεται από τον αυτοέλεγχο της σκέψης. Γλώσσα που είναι τόσο ευρηματική, όσο επιτρέπει η συνοχή του προβληματισμού. Το ίδιο ισχύει για κάθε είδος δημιουργίας. Αυτοέλεγχος και συνοχή στις κινήσεις του δημιουργού, παράγουν έργα άξια λόγου.
Στην αρχαία Ελλάδα, ο φιλοσοφικός λόγος έχει να επιδείξει αξιόλογες γλωσσικές δημιουργίες. Γιατί δεν προκαλούν μόνο τέρψη, ικανοποίηση της ανάγκης για έκφραση, επίσης. Συνδέονται άμεσα με τον ανθρώπινο βίο. Όχι εν είδει καθαρτηρίου των συναισθημάτων, όπως η τραγωδία. Αλλά ως προοπτικές προβολές στη ζωή όσων η γλώσσα καταφέρνει να πει για τον άνθρωπο, τις ικανότητες, τα πάθη του.
Επίσης, είναι άμεση η αναφορά του φιλοσοφικού λόγου σε όσα διαδραματίζονται στην ανθρώπινη κατάσταση. Δεν μεσολαβεί η μυθοπλασία, στην οποία, όσο και αν κάνουμε συσχετισμούς με την προσωπική του ο καθένας κατάσταση, διαχωρίζουμε κιόλας τη θέση μας. Στη φιλοσοφία ο στοχαστής, είτε δημιουργός είτε αναγνώστης, ανάγεται απευθείας και διαδοχικά και αλλεπάλληλα από τον βίο στη σκέψη και από τη σκέψη στον βίο. Η λογοτεχνία είναι ένα διάλειμμα στο έργο της ζωής. Η φιλοσοφία βρίσκεται διαρκώς στην κεντρική σκηνή.
Αυτό όμως, επαναλαμβάνω, ίσχυε στους αρχαίους χρόνους, στους οποίους κιόλας ανακαλύφθηκε η σκέψη, όπως και τόσες άλλες ικανότητες του ανθρώπου για έκφραση. Έκτοτε, η φιλοσοφία πήρε πολλές μορφές. Πολλοί τρόποι φιλοσοφικής έκφρασης δοκιμάστηκαν. Όμως όχι στην Ελλάδα. Οι Βυζαντινοί σκέφτονταν φιλοσοφικά, αλλά στοχάζονταν τους αρχαίους, και μετά, ύστερα από την Τουρκοκρατία, οι Έλληνες, με λίγες εξαιρέσεις, σκέφτονταν όπως οι Δυτικοί, κυρίως στον 20ο αιώνα, ή για να ξανασκεφτούν όσα αποτελούσαν αντικείμενο της ακαδημαϊκής φιλοσοφικής έρευνας: δεδομένες στην ιστορία της φιλοσοφίας θεωρίες, φυσικά και των αρχαίων.
Επειδή δεν είναι το ίδιο, ωστόσο, να μελετάς μια θεωρία, και να ζεις τη θεωρία αυτή, είναι σημαντικό να επιχειρήσουμε να καταλάβουμε πώς ένας αρχαίος φιλόσοφος έγραφε τη θεωρία του, και τι σήμαινε, επίσης, να ζει ως φιλόσοφος που έχει τη μια ή την άλλη θεωρία. Επέλεξα ως έναν τέτοιο φιλόσοφο αναφοράς τον Επίκτητο.
Ο Επίκτητος ήταν Στωικός. Τοποθετείται στην τρίτη και τελευταία περίοδο του στωικισμού, στα ελληνιστικά χρόνια. Έζησε σε μια εποχή που ενέπνευσε και εξέθρεψε την ηθική φιλοσοφία. Οι άνθρωποι, μετά την οργιώδη επέκταση του γνωστού κόσμου, που πραγμάτωσε ο Μέγας Αλέξανδρος με τα ταξίδια του, και, στη συνέχεια, η αδηφάγος κατακτητικότητα των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ένιωσαν και βρέθηκαν, πραγματικά, στη μέση ενός χαοτικού περιβάλλοντος. Ανομοιογενείς πληθυσμοί αναμείχθηκαν με δραματικό τρόπο μεταξύ τους. Η κεντρική εξουσία έγινε απρόσωπη και ανάλγητη. Ο πολίτης των αχανών κρατών ένιωθε πια την ύπαρξή του ενδεή, φτωχή, την πολιτική του υπόσταση απειροελάχιστη, ασήμαντη σχεδόν, μέσα σε μια αδιαφοροποίητη μάζα πολιτών του κόσμου, οι οποίοι ένιωθαν τη θέση τους ανά πάσα στιγμή αναπληρώσιμη, και την παρουσία τους κάθε άλλο παρά απαραίτητη.
Μέσα στην ατμόσφαιρα αυτή, τον πρώτο αιώνα μετά το Χριστό, έδρασε ο Επίκτητος. Δούλος στην αρχή, υπέφερε τα πάνδεινα από τον κύριό του, τον Επαφρόδιτο, ο οποίος τον προίκισε με μια ισόβια αναπηρία. Δοκιμασμένος από τη ζωή, αφιερώθηκε στη διδασκαλία της στωικής ηθικής, και δίδαξε την υπομονή και την προσαρμογή στις δύσκολες, αντίξοες συνθήκες, με εμπιστοσύνη στην αναγεννητική ορμή της φύσης και στις ψυχικές δυνάμεις του ανθρώπου. Αξίωνε την εξαντλητική αξιοποίηση αποθεμάτων ενέργειας και αντοχής, και πίστευε πως μόνο έτσι καταξιώνεται η ανθρώπινη υπόσταση.
Ας δούμε, τώρα, το πρότυπο που είχε ο Επίκτητος για το φιλόσοφο. Ο επίδοξος φιλόσοφος, πριν ξεκινήσει η περίοδος της μαθητείας του, πριν δηλαδή αποφασίσει να ενταχθεί στον κύκλο των φιλοσοφούντων, πρέπει να διαμορφώσει μια σαφή εικόνα για το φιλοσοφικό βίο, και, σε δεύτερη κίνηση, να σταθμίσει τις προσδοκίες του, με αφετηρία τις πραγματικές συνθήκες, για να διαπιστώσει αν ο ίδιος επαρκεί για τη συγκεκριμένη προσπάθεια: «άνθρωπε, εξέτασε πρώτα για ποιο πράγμα πρόκειται, έπειτα και τη δική σου φύση, τι μπορείς ν’ αντέξεις.» (ΙΙΙ,15,9-10)
Η είσοδος και η δέσμευση στο φιλοσοφικό βίο συνεπάγεται την αλλαγή σε συνήθειες και συμπεριφορές: «Νομίζεις ότι, κάνοντας αυτά, μπορείς να γίνεις φιλόσοφος; Νομίζεις ότι μπορείς να τρως με τον ίδιο τρόπο, να πίνεις με τον ίδιο τρόπο, να οργίζεσαι, να δυσαρεστείσαι όπως τώρα; Πρέπει να αγρυπνήσεις, να κοπιάσεις, να νικήσεις μερικές επιθυμίες, να εγκαταλείψεις τους δικούς σου, να περιφρονηθείς από έναν ασήμαντο δούλο, να σε κοροϊδέψουν αυτοί που σε συναντούν, σε όλα να μειονεκτείς, στην εξουσία, στις τιμές, στο δικαστήριο.» (ΙΙΙ,15, 10-12)
Η φιλοσοφική διάθεση, δηλαδή, έχει να κάνει και με το φαγητό, με το πιοτό, με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο οργανισμός, εξαιτίας των ουσιών με τις οποίες τρέφεται. Η φιλοσοφική διαγωγή προϋποθέτει ένα είδος ασκητισμού. Η ανταμοιβή είναι οι λυτρωτικές καταστάσεις της απάθειας, της ελευθερίας και της αταραξίας: «Αυτά σκέψου προσεκτικά, κι αν σου φαίνεται καλό, πλησίασε τη φιλοσοφία, αν θέλεις να πάρεις ως αντάλλαγμα γι’ αυτά, την απάθεια, την ελευθερία, την ηρεμία». (ΙΙΙ,15,12) Ο στόχος του φιλοσόφου είναι απόλυτος· σε αυτόν, και μόνο, πρέπει να προσβλέπει με όλη του την ψυχή. Η ζωή του δε χωρεί συμβιβασμούς και παλινδρομήσεις, ή συμφεροντολογικές μεταβάσεις από τον ένα ρόλο στον άλλο. Ο χαρακτήρας του πρέπει να είναι συμπαγής και αδιαίρετος. Η φιλοσοφική ιδιότητα δεν επιτρέπει τη ροπή, για παράδειγμα, στην εξουσία ή την ευκαιριακή αναζήτηση προνομίων και αξιωμάτων.
Η φιλοσοφική κατοχύρωση του εαυτού ορίζει, ταυτόχρονα, την περιοχή του αγαθού, της καλοσύνης και της αρετής· οποιαδήποτε άλλη στάση, λίγο έως πολύ, ρέπει στην κακία. Η στάση αυτή διακρίνει το φιλόσοφο από τον «ιδιώτη», από τον απαίδευτο, τον φιλοσοφικά αδαή: «Αλλιώς μην πλησιάζεις· μην κάνεις όπως τα παιδιά· τώρα φιλόσοφος, ύστερα τελώνης, έπειτα ρήτορας, μετά επίτροπος του Καίσαρα. Αυτά δεν πάνε μαζί· πρέπει να είσαι άνθρωπος, ή καλός ή κακός· ή με το πνεύμα σου θα πρέπει να ασχολείσαι ή με τα εξωτερικά πράγματα· ή για τα εσωτερικά να κοπιάζεις ή για τα εξωτερικά· αυτό σημαίνει να έχεις συμπεριφορά φιλοσόφου ή απαίδευτου ανθρώπου.» (ΙΙΙ,15,12-13)
Αρκετοί, παρασυρμένοι από την εξωτερική εμφάνιση του φιλοσόφου, από την αίγλη που αποκτά με την ευχέρεια στο λόγο, παρασύρονται, και, προσδοκώντας για λογαριασμό τους μια παρόμοια υπόσταση, θέλουν και οι ίδιοι να φιλοσοφήσουν: «Έτσι, μερικοί, αφού είδαν  ένα φιλόσοφο και άκουσαν κάποιον να μιλάει όπως ο Ευφράτης, (αν και ποιος μπορεί να μιλήσει όπως εκείνος;), θέλουν κι αυτοί να γίνουν φιλόσοφοι.»(ΙΙΙ,15,8)
Όπως κάθε τέχνη, έτσι κι εκείνη του φιλοσόφου, έχει αρχές και υλικό και σκοπό, και δεν περιορίζεται, ο φιλόσοφος, σε εκφράσεις που εντυπωσιάζουν. Οι φιλόσοφοι, την εποχή του Επικτήτου, είχαν χαρακτηριστική εμφάνιση. Άφηναν τα μαλλιά τους μακριά και φορούσαν ένα λιτό και απέριττο ρούχο, τον τρίβωνα. Το υλικό του φιλοσόφου, όμως, βεβαιώνει ο Επίκτητος, είναι ο λόγος, όχι ο τρίβωνας. Ο σκοπός του δεν είναι να φορεί τον τρίβωνα, αλλά να διατηρεί τη λογική του ορθή. Οι αρχές του, τέλος, δεν έχουν να κάνουν με την κόμη του, αλλά με τα στοιχεία της λογικής.
Μόνος συμμέτοχος στον βίο του φιλοσόφου είναι ο θεός, μια ανώτερη συνείδηση, δηλαδή, που δίνει το μέτρο για το καλό και το κακό, το σωστό και το λάθος: «Γι’ αυτό, σωστά έλεγε ο Ευφράτης ότι «για πολύ καιρό προσπαθούσα να μείνει κρυφό πως είμαι φιλόσοφος, κι αυτό για μένα», λέει, «ήταν ωφέλιμο. Γιατί, πρώτα, ήξερα ότι, όσα πράγματα έκανα καλά, δεν τα έκανα για να τα δει ο κόσμος, αλλά για τον εαυτό μου· έτρωγα σωστά για τον εαυτό μου, είχα το βλέμμα και την περπατησιά μου συνεσταλμένα· όλα ήταν για τον εαυτό μου και για το θεό. Και μετά, όπως αγωνιζόμουν μόνος, έτσι κινδύνευα και μόνος· τίποτα που έκανα, το ντροπιαστικό ή απρεπές, δεν έβαζε σε κίνδυνο τη φιλοσοφία, ούτε έβλαπτα τους πολλούς, ως φιλόσοφος που έκανα σφάλματα.» (IV,8,17) 
Βεβαίως, από τα οικεία και προσφιλή, ίσως κιόλας το προσφιλέστερο παράδειγμα του Επίκτητου, είναι ο Σωκράτης. Αποτελούσε υπόδειγμα φιλοσοφικής σεμνότητας. Τόσο, μάλιστα, που οι άνθρωποι παρέβλεπαν τη δική του φιλοσοφικότητα, τη δική του φιλοσοφική δράση, και τον αντιμετώπιζαν, δίχως την παραμικρή αμηχανία, ως αρμόδιο μεσίτη, για να πλησιάσουν άλλους φιλοσόφους.(IV, 8, 22) Εκείνος, ανίδεος για το λιγόψυχο αγκίστρωμα στην έξωθεν μαρτυρία, αρκούνταν στο αίσθημα που είχε για τον εαυτό του: «Μήπως, λοιπόν, αγανακτούσε όπως εμείς, και έλεγε, «εγώ δηλαδή δε σου φαίνομαι φιλόσοφος;» Όχι, αλλά τους οδηγούσε και έκανε τις συστάσεις, και του αρκούσε ένα πράγμα, να είναι φιλόσοφος· χαιρόταν, μάλιστα, γιατί δεν δαγκωνόταν που δεν φαινόταν φιλόσοφος· επειδή είχε στο νου του το δικό του έργο.» (IV, 8, 23)
Ο φιλόσοφος έχει καθορισμένο και αμετακίνητο το έργο του. Πρόκειται για το έργο του καλού και εξαίρετου ανθρώπου, ο οποίος δεν αγωνιά για το πλήθος των μιμητών και των μαθητών του· δεν πασχίζει για τη σύνταξη και τη συσσώρευση δύσκολων και δύσληπτων αρχών. Συγκεντρώνει την προσοχή του στη βλάβη και την ωφέλεια από τις περιστάσεις στη ζωή. Διασφαλίζει το απρόσβλητο από εξωγενείς παράγοντες, τον ανθρώπινο ή άλλους, και καλλιεργεί την αυτάρκεια: «Ποιο είναι το έργο του καλού και εξαίρετου ανθρώπου; Να έχεις πολλούς μαθητές; Με κανέναν τρόπο. ...Αν κάποιος, λέει, μπορεί να με βλάψει, εγώ δεν κάνω τίποτα· αν άλλον περιμένω να με ωφελήσει, εγώ δεν είμαι τίποτα. Θέλω κάτι και δεν γίνεται· είμαι άτυχος. ...Εγώ είμαι απαθής και ατάραχος· μη σας ξεφεύγει, άνθρωποι, ότι όταν εσείς ταράζεστε και θορυβείστε για πράγματα που δεν έχουν καμιά αξία, μόνο εγώ είμαι απαλλαγμένος από κάθε ταραχή.» (IV,8,24-26)
Τις ιδιαίτερες αρετές του, ο φιλόσοφος δεν τις παραχωρεί στο ελάχιστο, και με κανένα τίμημα. Δεν προδίδει την αξιοπρέπειά του, και προτιμά την αφάνεια, από την εφήμερη επίπλευση και την κενοδοξία. Νομιμοποιείται να προσκαλεί τους ανθρώπους κοντά του, μόνο όταν είναι σίγουρος πως έχει κάτι να τους πει, ή κάτι από τον εαυτό του να τους δείξει, για να βοηθήσει, σώος ο ίδιος, τη δική τους ανάρρωση. Η φιλοσοφία, έτσι, μοιράζεται τη λειτουργία της ιατρικής, και οι λειτουργοί της φέρουν την ευθύνη που βαραίνει τους θεράποντες της τέχνης του Ασκληπιού.
Το παράδειγμα του Επικτήτου είναι αντιπροσωπευτικό. Ο σκεπτόμενος άνθρωπος, στην αρχαιότητα, ζούσε την ταυτότητά του. Είναι σημαντικό να σκεφτούμε την αξία αυτού του παραδείγματος. Μήπως, επίσης, είναι ανεπίκαιρο, απαγορευτικά απαρχαιωμένο.
Η Φιλοσοφία, ίσως εύλογα πει κανείς, είναι άγνωστη. Δεν είναι κάτι που καταλαβαίνουμε αμέσως. Αμέσως καταλαβαίνουμε μόνο τις ανάγκες μας. Άμεσα νιώθουμε, για παράδειγμα, την ανάγκη για τροφή, την ανάγκη για ύπνο, την ανάγκη για αναγνώριση από τους άλλους, την ανάγκη για έρωτα, όσοι τη νιώθουν, την ανάγκη για χρήματα: αυτή τη νιώθουν όλοι. Αυτές οι ανάγκες είναι πιεστικές, γεμίζουν τη ζωή μας, κι όλη περνάει με την έγνοια τους. Αν αναλύσουμε, μάλιστα, τι πρέπει να κάνουμε για να ικανοποιήσουμε τις βασικές μας ανάγκες, τότε καταλαβαίνουμε γιατί δεν φθάνει η ζωή μας, για να λογαριαστούμε μαζί τους.
 Όσο για την ίδια την ανθρώπινη ζωή, αν αναλογιστούμε πόσο ευάλωτη και μικρή είναι, πόσο κινδυνεύουμε θανάσιμα από ασθένειες, ατυχήματα, το ίδιο το άγχος του αγώνα με τις ανάγκες μας, τότε τι μένει; Τίποτε. Ούτε χρόνος, ούτε δυνάμεις, ούτε διάθεση για να σκεφτούμε οτιδήποτε, πόσο μάλλον τη Φιλοσοφία, που, κιόλας, δεν καταλαβαίνουμε τι είναι.
Κι όμως! Δεν είναι τόσο δύσκολο να καταλάβουμε τι είναι Φιλοσοφία. Δεν παίρνει, μάλιστα, πάνω από δύο λεπτά. Τόσο μου πήρε να σας διαβάσω τις δυο προηγούμενες παραγράφους. Θα μου πείτε, δεν μίλησες για τη Φιλοσοφία καθόλου, γιατί να καταλάβουμε τι είναι; Πράγματι. Δεν μίλησα για τη Φιλοσοφία. Μίλησα όμως με τη Φιλοσοφία, και είναι το ίδιο. Όσα σας είπα για τις ανάγκες μας, που κατακλύζουν τη ζωή μας, με τη Φιλοσοφία σας τα είπα. Για την ακρίβεια: εκείνη σας τα είπε.
Να τη λοιπόν, η Φιλοσοφία! Απ’ την αρχή εδώ, μαζί μας. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να λείπει, αφού γι’ αυτή μιλάμε σήμερα; Ο καλύτερος τρόπος, όμως, για να μιλήσεις για τη Φιλοσοφία, είναι να μιλήσεις με τη Φιλοσοφία. Όλα που σας είπα για τις ανάγκες μας, τις βασικές, γι’ αυτό που είναι για εμάς, για το τι είμαστε εμείς, για το τι καταλαβαίνουμε και τι όχι, είναι όλα Φιλοσοφία. Είναι μάλιστα πράγματα που ο καθένας τα καταλαβαίνει, χωρίς προσπάθεια. Η πρώην άγνωστη, λοιπόν, γίνεται γνωστή, γίνεται δικό μας πρόσωπο, γίνεται γνώριμη. Η Φιλοσοφία είναι τόσο κοντά μας, όσο και οτιδήποτε άλλο. Είναι, για την ακρίβεια, μέσα μας.
Κι ωστόσο, η Φιλοσοφία είναι πολυτέλεια. Όχι όμως με τη σημασία που δίνει κάποιος στην πολυτέλεια, όταν αναφέρεται σε πολυτελή διαμερίσματα, αυτοκίνητα, σερβίτσια και έπιπλα. Με την άλλη σημασία. Κοιτάξτε μέσα στη λέξη. Η φιλοσοφία είναι πολύ - τέλεια. Η Φιλοσοφία δεν είναι απλώς τέλεια, είναι πολύ τέλεια. Κι όπως καθετί τέλειο πρέπει, για να την καταλάβουμε, ν’ αφιερώσουμε σ’ αυτήν όλη μας την προσοχή. Έτσι συμβαίνει και με την Τέχνη, ας πούμε, η οποία, κι αυτή, αν την κατατάξουμε σε σειρά προτεραιότητας, σε σχέση με τις ανάγκες μας πάντα, έρχεται κι αυτή τελευταία, στην ίδια θέση με τη Φιλοσοφία. Είναι θα λέγαμε πολυτέλεια.
Είναι και η Τέχνη, δηλαδή, πολύ - τέλεια. Σκεφτείτε όποιο έργο Τέχνης θέλετε, που εσείς θεωρείτε τέλειο, και μάλιστα πολύ τέλειο. Έργο μουσικής, ζωγραφικής, γλυπτικής, όποιο θέλετε. Τι διαπιστώνετε; Αν είναι να διαπιστώσουμε, πράγματι, την τελειότητα του έργου, πρέπει αυτό να γεμίσει τη συνείδησή μας, να συγκεντρώσουμε σε αυτό όλη την προσοχή μας, να μην σκεφτόμαστε, για να το καταλάβουμε, τίποτε άλλο, καμία μας ανάγκη.
Άλλωστε η Τέχνη δεν έχει σχέση με τις ανάγκες μας. Εκτός και, εκτός λέω, εκτός κι αν είναι και αυτή ανάγκη, έστω όχι βασική, αλλά ανάγκη. Θα μου πείτε «δύσκολο». Για να το δούμε, όμως, πιο προσεκτικά. Όπως είπα πριν, για να καταλάβουμε σωστά ένα έργο Τέχνης, ένα τέλειο κιόλας έργο, πρέπει να αφοσιωθούμε σ’ αυτό. Γιατί αυτό να είναι ανάγκη; Θα σας πω. Όταν αγοράζετε ένα αυτοκίνητο πολυτελείας, δεν το αγοράζετε επειδή είναι ωραίο; Νομίζω ναι. Ποιος θα πλήρωνε ακριβά ένα άσχημο αυτοκίνητο… Όταν αγοράζετε ένα ρούχο, δεν το κάνετε επειδή σας άρεσε; Προφανώς. Όταν γεύεστε ένα ακριβό κρασί, δεν αναφωνείτε «ωραίο»; Ακόμα καλύτερα: γυναίκες και άνδρες δεν αξιολογούμαστε μεταξύ μας με αυτό το κριτήριο, ό,τι τέλος πάντων θεωρεί ωραίο κανείς σε μια γυναίκα ή μια γυναίκα σ’ έναν άνδρα; 
Δεν είναι επομένως ανάγκη να ακούσετε ένα ωραίο μουσικό έργο, για να βιώσετε την εμπειρία του ωραίου. Ανά  πάσα στιγμή σκεφτόμαστε το ωραίο, επιθυμούμε το ωραίο, θέλουμε να απολαμβάνουμε το ωραίο. Η Τέχνη δεν κάνει άλλο από το να μας προσφέρει ευκαιρίες για να ικανοποιήσουμε την ανάγκη που, ούτως ή άλλως, έχουμε για το ωραίο. Δεν είναι επομένως η Τέχνη πολυτέλεια, αλλά πολύ τέλεια, και ο άνθρωπος ξέρει να εκτιμά τα πολύ τέλεια πράγματα.
Το ίδιο ισχύει και για τη δήθεν πολυτέλεια της Φιλοσοφίας ή για την πολύ τέλεια Φιλοσοφία. Όπως και στην Τέχνη, χρειάζεται να της αφιερώσουμε χρόνο, την προσοχή μας. Θα μου πείτε, όμως, «γιατί»; Γιατί η Φιλοσοφία είναι πολύ τέλεια. Από ποια άποψη, είναι το ερώτημα. Η Τέχνη, το προσφιλές μας παράδειγμα, ικανοποιεί τουλάχιστον, με τα πολύ τέλεια έργα της, την ανάγκη μας για το ωραίο. Η Φιλοσοφία τι κάνει; Η Φιλοσοφία δεν είναι Τέχνη. Προσωπικά έχω αντίθετη άποψη. Η Φιλοσοφία είναι Τέχνη. Αν διαβάσετε προσεκτικά φιλοσοφικά κείμενα, είναι έργα Τέχνης, τέχνης του λόγου και τέχνης της σκέψης. Είναι και αυτά ωραία, όσο και κάθε άλλο ωραίο έργο Τέχνης. Η Φιλοσοφία είναι, στην κυριολεξία, Λογο-τεχνία, και επομένως Τέχνη. Ισχύει επομένως, και γι’ αυτή, ό,τι ισχύει για την Τέχνη. Ικανοποιεί την ανάγκη μας για το ωραίο.
Η Φιλοσοφία, όμως, κάνει και κάτι ακόμη, ή κάτι παραπάνω. Μας μιλάει, όπως καλή ώρα κάνω εγώ τώρα, για όλα όσα ούτως ή άλλως σκεφτόμαστε. Γιατί ποιος, όπως είπα πριν, δεν καταλαβαίνει αυτά που έλεγα στην αρχή για τις βασικές μας ανάγκες, ποιος δεν τα έχει σκεφτεί ο ίδιος; Κανείς, είμαι σίγουρος, είτε μικρός είτε μεγάλος, γυναίκα ή άνδρας. Η διαφορά ποια είναι, εν προκειμένω, του φιλοσόφου από τον μη φιλόσοφο, που στην ουσία, όπως είπα, σκέφτονται τα ίδια πράγματα; Είναι ίδια με τη διαφορά που έχει ένας καλλιτέχνης, ας πούμε μουσικός, από κάποιον που απλώς ακούει και του αρέσει η μουσική. Ο μουσικός μπορεί να συνθέσει, ο ακροατής δεν μπορεί. Ο μουσικός, που παίζει πιάνο, μπορεί να παίξει αυτό που του αρέσει να παίζει και να ακούει, αλλά δεν το συνέθεσε ο ίδιος. Ο ακροατής απλώς καταλαβαίνει και απολαμβάνει τη σύνθεση ενός συνθέτη, που εκτελεί ένας μουσικός ως εκτελεστής.
Το ίδιο κι ένας φιλόσοφος. Ως συγγραφέας γράφει για εκείνα που κάθε άνθρωπος σκέφτεται, όπως είπαμε, αλλά για τα οποία δεν γράφουν όλοι. Διαβάζει, επίσης, και είναι σε θέση να μεταφέρει φιλοσοφικές σκέψεις άλλων φιλοσόφων, όπως ακριβώς ένας μουσικός όσα άλλοι μουσικοί συνέθεσαν, μ’ έναν τρόπο που δεν μπορεί να το κάνει εκείνος που, για παράδειγμα, δεν ασχολείται με τη Φιλοσοφία, αλλά μπορεί, ωστόσο, να καταλάβει όσα κάποιος του μεταφέρει, όπως ακριβώς ένας ακροατής μιας μουσικής σύνθεσης καταλαβαίνει αυτό που ακούει.
            Έτσι, λοιπόν, ένας φιλοσοφικός λόγος ως λογοτεχνικός ή και μόνο τεχνικός λόγος ικανοποιεί την ανάγκη μας για το ωραίο ή για την τάξη του λόγου, που και αυτή, καθεαυτήν, έχει ένα στοιχείο κάλλους, ωραιότητας, που μόνο ο άνθρωπος, ως έλλογο ον, μπορεί να καταλάβει. Έχει όμως, η Φιλοσοφία, ακόμα μία διάσταση, που δεν την έχει η Τέχνη. Εκτός από την ανάγκη μας για το ωραίο, η Φιλοσοφία ικανοποιεί και την ανάγκη μας για σκέψη. Γιατί και η σκέψη είναι ανάγκη. Θα σας εξηγήσω.
            Όλες οι βασικές μας ανάγκες, που σας περιέγραψα στην αρχή, μας κάνουν να σκεφτόμαστε. Η ανάγκη για χρήματα μας κάνει να σκεφτόμαστε πώς θα τα αποκτήσουμε. Η ανάγκη για αναγνώριση επίσης. Η ανάγκη για έρωτα κατεξοχήν. Από τις σκέψεις που κάνουμε για τις ανάγκες μας, έχουμε προσδοκίες. Περιμένουμε, δηλαδή, να σκεφτούμε αρκετά σωστά, ώστε να δρομολογήσουμε με επιτυχία την ικανοποίηση των αναγκών μας. Το ίδιο ισχύει και για τις δυσάρεστες περιστάσεις της ζωής. Και σ’ εκείνες τις περιπτώσεις, που η ζωή μας δείχνει το δυσάρεστο πρόσωπό της, από τη σκέψη μας πασχίζουμε να κρατηθούμε, το συνειδητοποιούμε ή όχι. Ακόμα και την προσευχή μας να κάνουμε, με τη σκέψη μας θα την κάνουμε, και αυτή, η σκέψη δηλαδή, καθορίζει αν και τι θα προσευχηθούμε, και, επομένως, το αποτέλεσμα, κατά κάποιον τρόπο, της προσευχής μας. Πολύ περισσότερο, φυσικά, αν κάποιος δεν πιστεύει στις προσευχές και στον παραλήπτη τους. Τότε η μόνη καταφυγή για τον άνθρωπο, είναι η σκέψη, και μόνο η σκέψη του.    
            Η Φιλοσοφία, έτσι, ως η σκέψη που κατεξοχήν σκέφτεται για τον άνθρωπο, τις ανάγκες του, τη ζωή και την ύπαρξη, μας δίνει ιδέες για το τι μπορούμε, κάθε φορά, ανάλογα μ’ αυτό που μας απασχολεί, να σκεφτούμε. Μας διευκολύνει, έτσι, με τον ίδιο τρόπο που ένας γιατρός ανακουφίζει τον ασθενή του, όταν κάνει διάγνωση της ασθένειάς του και του δίνει το φάρμακο που ελπίζει ότι θα τον κάνει καλά.
Θα μου πείτε, εν προκειμένω, μήπως το ανάλογο, για την ψυχική σφαίρα ή για τη σφαίρα της σκέψης, το κάνει η Ψυχολογία και όχι η Φιλοσοφία; Θα απαντήσω το εξής. Η Ψυχολογία είναι μαθήτρια της Φιλοσοφίας. Οι ψυχολόγοι είναι μαθητευόμενοι φιλόσοφοι, και μάλιστα όχι οι καλύτεροι μαθητές. Ο ψυχολόγος ενώ, κατά κάποιον τρόπο, φιλοσοφεί, τελειώνει γρήγορα με το πρόβλημα που αντιμετωπίζει, για λογαριασμό του πελάτη του, και δίνει αμέσως τη λύση: αλλεπάλληλες επισκέψεις, στις οποίες ο πελάτης μιλάει και ο ψυχολόγος ακούει. Τις περισσότερες φορές η συνταγή δεν είναι σωστή. Στην καλύτερη περίπτωση, συμπίπτει η αυτοϊαση του πελάτη με την επίσκεψή του στον ψυχολόγο. Ο τελευταίος παίρνει τη δόξα, αλλά ο ασθενής ούτως ή άλλως θα γιατρευόταν.
            Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι κάποιοι ψυχολόγοι δεν είναι περισσότεροι φιλόσοφοι, δηλαδή καλύτεροι ψυχολόγοι, από άλλους. Οπωσδήποτε υπάρχουν· αλλά, σε κάθε περίπτωση, οι φιλόσοφοι παραμένουν οι πρώτοι διδάξαντες. Επιπλέον, οι τωρινοί φιλόσοφοι δεν είναι μόνοι τους. Έχουν πίσω τους μια στρατιά φιλοσόφων, από τα αρχαία χρόνια ήδη, έτοιμους ανά πάσα στιγμή να δώσουν τη συμβουλή τους, να συμβάλουν, όσο γίνεται, στην έξοδο της σκέψης από τα αδιέξοδα.
            Δεν ισχυρίζομαι, βεβαίως, ότι οι λύσεις που προτείνει η Φιλοσοφία είναι πανάκεια ή παυσίλυπο. Ένα χέρι βοήθειας, όμως, το δίνει, και μόνο επειδή συνειδητοποιούμε ότι, στον αγώνα που δίνουμε, δεν είμαστε μόνοι, ότι δεν πασχίζουμε πρώτοι να ξεδιαλύνουμε τη σύγχυση που έχουμε για ζητήματα τα οποία και άλλοι σκέφτηκαν πριν από εμάς, και μάλιστα έκαναν τη σκέψη τους σκοπό της ζωής τους, αιώνες τώρα.
Γιατί οι ίδιοι οι φιλόσοφοι, εξ ορισμού, προσπαθούν να δώσουν νόημα στην απορία, στη διερώτησή τους. Ουσία της φιλοσοφικής σκέψης είναι η φιλοσοφική διερώτηση, η φιλοσοφική απορία. Αυτός είναι ο τρόπος που οι φιλόσοφοι σκέφτονται οτιδήποτε θέλουν να καταλάβουν. Αναρωτιούνται για την πραγματικότητα της σκέψης που τους απασχολεί ή, πράγμα που είναι το ίδιο, για το τι πραγματικά τους απασχολεί.
Το πρωταρχικό επομένως, εδώ, δεν είναι μια αγάπη για τη σοφία, όπως η ίδια η λέξη «φιλο-σοφία» μας κάνει να σκεφτόμαστε. Πρωταρχικό είναι το γεγονός ότι ο φιλόσοφος διερωτάται για οτιδήποτε τον κάνει να απορεί. Επιπλέον, αυτό που έχει σημασία στη φιλοσοφική σκέψη, δεν είναι να δώσουμε κάποιες απαντήσεις στα φιλοσοφικά ερωτήματα που θέτουμε, αλλά να δώσουμε στην ίδια τη φιλοσοφική διερώτηση νόημα. Η σημασιοδοσία της φιλοσοφικής διερώτησης, θα μπορούσαμε να πούμε, είναι το κυρίως ζητούμενο του φιλοσοφικού ενδιαφέροντος του φιλοσόφου. Αν η διερώτηση δεν έχει ή δεν παίρνει νόημα, δεν είναι φιλοσοφική. Αυτό που δίνει νόημα στην απορία είναι η ανάγκη του φιλοσόφου να αναζητήσει ένα νόημα στα φιλοσοφικά του ερωτήματα.
Αναμφίβολα, η φιλοσοφική σκέψη έχει παραγάγει πολλές απαντήσεις σε φιλοσοφικά ερωτήματα, ανθρώπινα δηλαδή προβλήματα, στη διάρκεια της ιστορίας της. Ωστόσο, ποτέ δεν έφθασε και δεν φθάνει στο τέλος, ποτέ δεν τελειώνει η φιλοσοφική έρευνα, γιατί είναι στη φύση της φιλοσοφικής σκέψης να βρίσκει την ουσία της στη φιλοσοφική ερωτηματοθεσία, η οποία είναι μια αδιάκοπη διαδικασία, όσο υπάρχουν φιλόσοφοι για να φέρνουν στο φως αυτή την ουσία της Φιλοσοφίας.
Εγώ, όμως, έφθασα στο τέλος της σημερινής μου ομιλίας, σ’ ένα προσωρινό έστω τέλος. Γι’ αυτό το τέλος κράτησα κάποιες φιλοσοφικές σκέψεις για την ίδια τη Φιλοσοφία, αφού, για μένα, αυτή έχει πάντα τον τελευταίο λόγο. Τον πρώτο λόγο τον έχει η ίδια η ζωή:
Η Φιλοσοφία είναι σκέψη για το τέλος, αλλά και σκέψη χωρίς τέλος...
Η Φιλοσοφία είναι λόγος της αλήθειας, και αλήθεια του λόγου...
            ...είναι λόγος για το λογικό, και το λογικό του λόγου...
            ...είναι τέχνη του λόγου, και λόγος της τέχνης...
            ...είναι γνώση της γνώσης, και γνώση της άγνοιας...
...είναι σκοπός της σκέψης, και σκέψη του σκοπού...
            ...είναι πράξη της σκέψης, και σκέψη της πράξης...
            ...είναι επανάσταση της σκέψης, και σκέψη της επανάστασης...
            ...είναι πολιτική της σκέψης, και σκέψη της πολιτικής...
...είναι το «ναι» στο «όχι», και το «όχι» στο «ναι»...
            ...είναι ελευθερία της σκέψης, και σκέψη της ελευθερίας...
            …είναι αγάπη της σοφίας, και σοφία της αγάπης…

                                                                           Δρ. Ιωάννης Σ. Χριστοδούλου        
                                                                             Αθήνα, 23 Νοεμβρίου 2013




Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Σκέψη και βίος στην ελληνική φιλοσοφική παράδοση



ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Το Συμβούλιο Ελληνικού Πολιτισμού και ο Σύλλογος Εργαζομένων της Ε.ΥΔ.Α.Π. σας προσκαλούν στο πρώτο σεμινάριο του
Δρος Ιωάννη Σ. Χριστοδούλου (Καθηγητή – συμβούλου στο Ε. Α. Π.)

Σκέψη και βίος στην ελληνική φιλοσοφική παράδοση

23 Νοεμβρίου, 10.30
Πολιτιστικό Κέντρο της Ε.ΥΔ.Α.Π, Ζήνωνος 4, 2ος όροφος, Ομόνοια





Σεμινάρια ακαδημαϊκού έτους 2013 – 2014
Σύλλογος Εργαζομένων της Ε.ΥΔ.Α.Π. - Συμβούλιο Ελληνικού Πολιτισμού
 



Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Μνήμη Θυσίας: 1940



Μνήμη θυσίας η σημερινή επέτειος… Μνημόσυνο επίδοσης ηρωικής Ελλήνων, που κλήθηκαν στα όπλα πολέμου που δεν ήταν δικός τους, πολέμου των Μεγάλων Δυνάμεων με το ελάχιστο ήθος… Τελούμε και φέτος την ανάμνηση του ηρωικού χαμού Ελλήνων μαχητών και άμαχου πληθυσμού από αιματηρές μάχες, από πείνα, από επιδημίες της κατοχής… 73 χρόνια μετά, η μνήμη των Ελλήνων ακόμα αιμορραγεί.

            Οι Έλληνες, το ’40, με ολίγιστες, σε σύγκριση με του Άξονα, υλικές δυνάμεις, αλλά με ασύγκριτες εφεδρείες ψυχής, αντιστάθηκαν στη φρενίτιδα παραφρόνων ηγετών, στα αφιονισμένα πλήθη των στρατών τους, και καθόρισαν την έκβαση του πιο δολοφονικού πολέμου στην ιστορία της ανθρωπότητας. Έδωσαν την ψυχή και τις ζωές τους, οι Έλληνες, “λύτρον υπέρ του κόσμου”. Ενεπλάκησαν, χωρίς να το θέλουν, σε μια βάρβαρη σύγκρουση  των Δυτικοευρωπαίων, οι οποίοι στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο έβαλαν τα θεμέλια για τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Στην Κύπρο η λέξη “εισβολή” είναι καλά γνωστή. Έχει χρώμα, το κόκκινο… Το χρώμα αυτό κατέκλυσε την Ελλάδα το ’40, και για δέκα ολόκληρα χρόνια. Γιατί δεν ήταν μόνο ο πόλεμος με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς που πληρώθηκε με ελληνικό αίμα. Ήταν και η “ευγνωμοσύνη” των συμμάχων, Άγγλων και Ρώσων, που μας πρόδωσαν στη συνέχεια, και έκαναν αδελφό να σκοτώνει τον αδελφό, και ολοκλήρωσαν το έγκλημα της σφαγής μιας γενιάς Ελλήνων … τότε, που δεν υπήρχε ελληνικό σπίτι που να μη θρηνεί τουλάχιστον ένα σκοτωμένο, θύμα της κατοχής ή του Εμφυλίου.

Δύο παραδείγματα απέδωσε, ιστορικά, η τραγωδία του 2ου παγκοσμίου πολέμου, ιστορικά παραδείγματα εθνικού ήθους: των Γερμανο-ιταλών και των Ελλήνων. Γερμανοί και Ιταλοί έκαναν επιθετικό πόλεμο, στο όνομα του εθνικισμού. Οι Έλληνες αμύνθηκαν στο όνομα του έθνους. Το ιστορικό δίδαγμα είναι δραματικά αληθινό. Όταν το ήθος των ανθρώπων είναι χαμερπές, η εθνοτική ιδεολογία και δράση διασύρει τα έθνη, αμαυρώνει το όνομά τους στην ιστορία και στιγματίζει γενιές ολόκληρες. Όταν το ήθος είναι υψηλό, όμως, η αγάπη για το έθνος, που ελαύνει τη συνείδηση του λαού, παράγει στρατιές εθνομαρτύρων, που θυσιάζονται στο όνομα όχι μόνο του έθνους αλλά του ίδιου του πολιτισμού.

Από την αρχαιότητα, το έθνος των Ελλήνων ταυτίστηκε με τον πολιτισμό. Γι’ αυτόν σεμνύνονται οι Έλληνες. Στο όνομά του έκαναν τους Περσικούς πολέμους, στο όνομά του απωθούσαν αιώνες τα στίφη των επιδρομέων από την Ανατολή στο Βυζάντιο, στο όνομά του, στις αρχές του 20ου αιώνα, θέλησαν, αλίμονο, να λυτρώσουν αλύτρωτες ψυχές … στο όνομα του πολιτισμού και της δικαιοσύνης αντιστάθηκαν στους επίβουλους και άδικους φασίστες και ναζί…

“Με απόλυτη βεβαιότητα”, έλεγε ο Μουσολίνι, σε ομιλία του σε αλλόφρονα πλήθη, “με απόλυτη βεβαιότητα σας λέω, θα τσακίσουμε την Ελλάδα.” Από ποιο, άραγε, ανίερο μένος ορμώμενος; Γιατί ήθελε να ταπεινώσει τους Έλληνες; Μήπως επειδή το ψευδεπίγραφο μεγαλείο της Ρώμης, ανά τους αιώνες, δεν μπόρεσε, τελικά, να ξεπεράσει τη δόξα των Ελλήνων; Μήπως ο Ντούτσε πίστεψε πως θα τα καταφέρει; Γελάστηκε!

Έπρεπε ακόμα τρεις εισβολείς να συμβάλουν: Αλβανοί, Βούλγαροι και Γερμανοί, για να καμφθεί η αντίσταση των Ελλήνων. Όχι από το υπέρτερο θάρρος, αλλά από την υπέρτατη αναίδεια των εισβολέων. Η αφροσύνη του υπερφίαλου Μουσολίνι, που ήθελε να αποδείξει στο ίνδαλμά του, τον Χίτλερ, ότι μπορεί κι εκείνος να σφάζει και να καταστρέφει, στάθηκε, όπως κάθε μωροδοξία, μοιραία. Ο Χίτλερ λέγεται πως δήλωσε με πικρία: «εάν οι Ιταλοί δεν είχαν επιτεθεί στην Ελλάδα και δε χρειάζονταν τη βοήθειά μας, ο πόλεμος θα είχε πάρει διαφορετική τροπή. Θα είχαμε αποφύγει το ρωσικό χειμώνα κατά αρκετές εβδομάδες και θα είχαμε καταλάβει το Λένινγκραντ και τη Μόσχα. Δε θα υπήρχε Μάχη του Στάλινγκραντ.»

Στον 2ο παγκόσμιο πόλεμο σκοτώθηκαν 80 εκατομμύρια άνθρωποι. Η Ελλάδα πλήρωσε με τη ζωή 88.300 στρατιωτών και 325.000 πολιτών. Αν στους νεκρούς προσθέσουμε τους τραυματίες, τους αναπήρους, τους εξανδραποδισμένους εκ των πραγμάτων, αν συνυπολογίσουμε τους  βιασμούς, τα βασανιστήρια, τον μεγάλο τριετή λιμό, τις ασθένειες που προκάλεσε, τον ίδιο το φόβο, που θέριζε τις ψυχές των ανθρώπων, τότε καταλαβαίνουμε το μέγεθος της ύβρεως των εισβολέων, την απύθμενη αναισχυντία τους, αλλά και το ύψος στο οποίο αναρριχήθηκε η ελληνική ψυχή.

Ακόμα μερικά ενδεικτικά στοιχεία. Η Ελλάδα αντιστάθηκε στους εισβολείς 219 ημέρες, η Νορβηγία 61, η Γαλλία, η υπερδύναμη της εποχής, 43, η Πολωνία 30, το Βέλγιο 18, η Ολλανδία 4, η Γιουγκοσλαβία 3, η Τσεχοσλοβακία καμία, το Λουξεμβούργο καμία και η Δανία επίσης. Οι Δανοί, μάλιστα, παραδόθηκαν σε έναν μοτοσικλετιστή του Χίτλερ, ο οποίος μετέφερε στον Δανό βασιλιά αίτηση του Χίτλερ για διέλευση των ναζιστικών στρατευμάτων. Ο Δανός βασιλιάς, σε ένδειξη υποταγής, παρέδωσε το στέμμα του στον μοτοσικλετιστή  για να το πάει στο Βερολίνο και στον Χίτλερ.

Στις 219 ημέρες της αντίστασης των Ελλήνων, οι νεκροί Έλληνες στρατιώτες ανήλθαν στους 13.676. Κατά τη διάρκεια της τετραπλής κατοχής που ακολούθησε τα κατοχικά στρατεύματα εκτέλεσαν: οι Αλβανοί 1165, οι Ιταλοί 8000, οι Βούλγαροι  25000, οι Γερμανοί 50000.

Όσο για τα ποσοστά των συνολικών απωλειών, η Ελλάδα έχασε το 10% του πληθυσμού της (750.000). Η Σοβ. Ένωση το 2,8%, η Ολλανδία το 2,2%, η Γαλλία το 2%, η Πολωνία το 1,8%, η Γιουγκοσλαβία το  1,7% και το Βέλγιο το 1,5%.

Ποιος Έλληνας, όμως, στάθηκε απέναντι σ’ εκείνη τη λαίλαπα; Ποιος άνθρωπος; Γιατί αυτό πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά. Αυτή είναι η κληρονομιά του αγώνα των ηρώων εκείνων: ο στοχασμός μας που παρακινεί η μνήμη τους.  

Την επόμενη μέρα ήδη, της κήρυξης του πολέμου, στις 29 Οκτωβρίου του ‘40, ο Γεώργιος Βλάχος, μια από τις φωνές του αγώνα, έγραφε στην Καθημερινή για την κληρονομιά των Ελλήνων: «Κληρονόμοι πλούτου τόσον μεγάλου, βαρείς από τον φόρτον τόσων θρύλων και τόσων παραδόσεων, πώς μας εφαντάσθησαν τώρα, κύπτοντας εμπρός εις τα κατάστιχα των πετρελαίων και της βενζίνης και των μηχανοκινήτων μονάδων και αποφασίζοντας να παραδώσωμεν την ιστορίαν μας εις τους αριθμούς και εις τα πετρέλαια την τιμήν μας;... [...]»

            Ο ίδιος, πάλι, ο Γεώργιος Βλάχος, στις 04 Νοεμβρίου, δίνει την απάντηση στο ερώτημα: «Ποιος Έλληνας αντιστάθηκε;»: «[...] Λοιπόν;... Θα συνεχίσωμεν την συζήτησιν; Θα βάλωμεν κάτω έναν καφέν και θα σταθώμεν γύρω από το φλιτζάνι του οι απόλεμοι, οι άχρηστοι, οι καφενόβιοι, διά να πούμε, περί του ποιος θα νικήση και ποιος θα επικρατήσει;... Προς Θεού! θα νικήση η Ελλάς! Όλους; ΟΛΟΥΣ! ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ! Χωρίς συλλογισμούς, χωρίς συζητήσεις, χωρίς κεφάλια τα οποία αργοκινούνται και αμφιβάλλουν, χωρίς μυαλό. Μυαλό δεν χρειάζεται. Χρειάζεται ενθουσιασμός και παραφροσύνη. Χρειάζεται θάρρος αλόγιστον και καρδιά. Με αυτό το υλικόν έγινεν ο Αγών του Εικοσιένα. Με αυτά τα όπλα νικούν οι λαοί. Ήρθατε να πάρετε την Ήπειρον;... ΔΕΝ ΣΑΣ ΤΗΝ ΔΙΝΟΜΕ. Έχετε Στρατούς, έχετε Στόλους, έχετε αεροπλάνα, είσθε σαράντα πέντε εκατομμύρια και είμαστε πέντε. ΔΕΝ ΣΑΣ ΤΗΝ ΔΙΝΟΜΕ. Θα μας κάψετε. ΔΕΝ ΣΑΣ ΤΗΝ ΔΙΝΟΜΕ. Και θα προχωρήσωμεν και θα νικήσωμεν και θα σας πετάξωμεν εις την θάλασσαν. Γίνεται;... Γίνεται, δεν γίνεται, αυτό πρέπει να αισθάνεται και να βροντοφωνή η καρδιά. ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΘΑ ΓΙΝΗ.
    [...] Θάρρος λοιπόν! Ό,τι θέλομεν αληθινά, με όλην μας την δύναμιν, γίνεται. Ό,τι αποφασίσωμεν με την ψυχήν μας γίνεται. ΚΑΙ ΘΑ ΓΙΝΗ.
    [...] Όλοι μαζί! Θα αγωνισθώμεν τώρα όλοι μαζί, θα ανθέξωμεν όλοι μαζί, θα προελάσωμεν όλοι μαζί, και μίαν ευλογημένην ημέραν, όταν θα διαλαλούν την ευτυχίαν μας οι κώδωνες των σημαιοστολίστων εκκλησιών μας, θα ψάλλωμεν όλοι μαζί ΤΗ ΥΠΕΡΜΑΧΩ ΣΤΡΑΤΗΓΩ ΤΑ ΝΙΚΗΤΗΡΙΑ... [...]».

Αυτός ο Έλληνας, τελικά, νίκησε τους επίδοξους τυράννους της ανθρωπότητας. Ο Έλληνας που πάνω από τη συγκυριακή του επιβίωση, πάνω από την εύλογη ανάγκη κάθε ανθρώπου για ειρήνη και ευημερία, έθεσε τη ζωτική ανάγκη του για αξιοπρέπεια, που μόνο άνθρωποι με βαθιά ψυχή μπορούν να νιώσουν. Ψυχή βαθιά και πλατιά, η ελληνική ψυχή, που χώρεσε αιώνες τώρα τα «πάθια και τους καημούς» όλου του κόσμου.

Στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο οι ηγέτες της Ευρώπης επέθεσαν στους ώμους των λαών τους την ευθύνη να άρουν το αδιέξοδο, στο οποίο είχαν οδηγήσει τις τύχες των κρατών τους. Σήμερα, που οι ηγέτες της Ευρώπης κάνουν τα ίδια λάθη, που οδηγούν τους λαούς τους σε απόγνωση, που η Γερμανία οδηγεί το όχημα της Ευρώπης σε ατραπούς στενές, που είναι αδύνατο να τις διαβούν οι λαοί, ελπίζουμε στην αλλαγή πορείας την τελευταία στιγμή. Ελπίζουμε, αν όχι η σοφία τουλάχιστον η μνήμη να λειτουργήσει, και το δίχτυ που έστησαν τα ευρωπαϊκά κράτη με την Ευρωπαϊκή Ένωση, να συγκρατήσει τις αμετροεπείς φιλοδοξίες των Γερμανών κυρίως, και πάλι, και να μη χρειαστεί οι Έλληνες, και κανένας άλλος λαός, να αιμορραγήσουν ξανά, και να ράνουν με το αίμα τους το θυσιαστήριο της σύγχρονης Ιστορίας.

Και για να τελειώσω, αυτόν τον, προσπάθησα, λιτό και απέριττο ύμνο στο ’40, καλώ σε βοήθεια τον Νίκο Γκάτσο, που εξέφρασε άριστα την ελληνική ψυχή:


«Στα κακοτράχαλα τα βουνά,
με το σουραύλι και το ζουρνά.
Πάνω στην πέτρα την αγιασμένη,
χορεύουν τώρα τρεις αντρειωμένοι.
Ο Νικηφόρος και ο Διγενής
και ο γιος της Άννας της Κομνηνής.

Δική τους είναι, μια φλούδα γης,
μα εσύ Χριστέ μου, τους ευλογείς,
για να γλιτώσουν αυτή τη φλούδα,
απ' το τσακάλι και την αρκούδα.
Δες πως χορεύει ο Νικηταράς,
και αηδόνι γίνεται ο ταμπουράς.

Από την Ήπειρο ως το Μωριά,
και απ' το σκοτάδι στη λευτεριά,
το πανηγύρι κρατάει χρόνια,
στα μαρμαρένια του χάρου αλώνια.
Κριτής και αφέντης, είναι ο Θεός
και δραγουμάνος του ο λαός.»


Τιμή και δόξα στους Έλληνες ήρωες του ’40! Αιωνία τους η μνήμη!

           Δερύνεια, Εκκλησία Αγίων Πάντων, 28-10-2013