Σάββατο 30 Μαΐου 2015

Η Μαρμαρωμένη Ελληνική Μνήμη


Θερμά ευχαριστώ για την πρόσκληση, να μιλήσω απόψε, την Ανεξάρτητη Κίνηση Δασκάλων· τον φίλο, συνοδοιπόρο στη Φιλοσοφία και συνεργάτη Κωνσταντίνο Κωνσταντίνου όλως ιδιαιτέρως. Προσκεκλημένος για τέτοιες ομιλίες, δεν χρειάζεται, ευτυχώς, να επιλέξω το ύφος του λόγου. Το ύφος είναι έτοιμο, εκεί, ο λόγος περιμένει, και μένει να βρεθούν τα λόγια. Εν αρχή ην ο Λόγος … και Θεός ην ο Λόγος.
Γιατί, ξέρετε, αν θέλατε, απλώς, να μάθετε για την Άλωση, για τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, δεν χρειαζόταν να έλθετε εδώ απόψε. Τώρα πια δεν χρειάζεται να κινηθεί κανείς για να «βρει», να συναντήσει τη γνώση. Τώρα η γνώση είναι πρό-χειρη, σε απόσταση χειρός από τον νου μας. Εδώ, μάλλον, ήλθατε για τον λόγο. Αυτός, ο λόγος, που μπορεί, φυσικά, να μεταφέρει γνώση, δεν είναι ακόμα, ευτυχώς, τόσο εύκολα προσβάσιμος. Αποτελεί, ακόμα, κίνητρο για να μετακινηθεί ο άνθρωπος, να πάει να τον βρει να τον ακούσει. Είναι κίνητρο, ακόμα, ζωής. Με αυτό το πνεύμα ήλθα να σας μιλήσω απόψε, μετακινήθηκα απόψε, κι εγώ, από τη Λευκωσία στη Λεμεσό.
Πολλαπλός ο σκοπός μου, για να αρχίσω όπως όταν γράφω ένα επιστημονικό άρθρο. Να σας μιλήσω για τον Λόγο, για τον Παλαιο-λόγο, για τον λόγο του, για τον λόγο που εκφέρεται για εκείνον, τον Κωνσταντίνο. Για τον λόγο, επίσης, που τον θυμόμαστε ακόμα σήμερα, που δεν μπορούμε να τον ξεχάσουμε, για τη μαρμαρωμένη ελληνική μας μνήμη.
            Αν έμεινε από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο κάτι, ήταν εκείνος ο λόγος του, παραμονές της μεγάλης σφαγής, της Άλωσης της Πόλης.
 Ήταν, ο Κωνσταντίνος, το σπαθί που χτυπούσε με δύναμη; Όχι! Κι άλλων τα σπαθιά χτυπούσαν, απλών φυλάκων της πύλης του Αγίου Ρωμανού. Ήταν, ο Κωνσταντίνος, το σκήπτρο, η κορώνα; Σκήπτρο στο χώμα, χωρίς χέρι, κορώνα στο χώμα, χωρίς κεφάλι. Ο Κωνσταντίνος ήταν ο λόγος του. Ένα δείγμα, για το σκοπό της αποψινής εκδήλωσης, από τα ερανίσματα του Θεόφιλου των Χρονικών του Φραντσή. «Μετά ταύτα ο αγνισμένος και ως πρόβατον επί σφαγήν αγόμενος αυτοκράτωρ, αποτεινόμενος προς τους παρευρισκομένους, παρεκίνησεν αυτούς πρώτον μεν να συγκοινωνήσωσιν άπαντες αδελφικώς, έπειτα δε να ενθυμηθώσιν, ότι “ήγγικεν η ώρα κατά την οποίαν πρέπει να αγωνισθώσι τον υπέρ πάντων αγώνα, και εάν δεν ήναι παρά Θεού ωρισμένον να σώσωσι διά της θυσίας αυτών την Πατρίδα, πρέπει να αφήσωσιν εις τους απογόνους μνήμην Ανδρείας και Αρετής τοιαύτην, οία είναι αναγκαία, όπως διαφυλάξωσιν εν τη ενδεχομένη δουλεία την Πίστιν των Πατέρων, και τον σεβασμόν προς την αρχαίαν δόξαν.” Ποιος ξέρει, άραγε, αν τα είπε αυτά ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος; Μας αρέσει, πάντως, να φανταζόμαστε ότι τα είπε, από σεβασμό στην αρχαία δόξα.
Κι εκείνος, ο Παλαιολόγος, όπως και όλοι οι Έλληνες ανά τους αιώνες, από την αρχαία δόξα έπαιρναν έμπνευση για να υπομείνουν τη δυσχέρεια του παρόντος τους, το φόβο τους για το μέλλον. 
Όταν ήμουν παιδί, στη δεκαετία του ΄70, η μέρα μου ξεκινούσε με το μικρό μου ραδιόφωνο. Σαν φυλαχτό το είχα, για τα τραγούδια που έπαιζε ο κρατικός σταθμός, εξ ορισμού πολιτισμού, τότε… Ένα τραγούδι, που το θυμάμαι καλά, για τη γλυκόπικρη μουσική και τους θλιμμένους στίχους του, είναι “Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς” με μουσική του Καλδάρα και στίχους του Πυθαγόρα, από τον περίφημο δίσκο με τίτλο “Μικρά Ασία”.
“Έστειλα δυο πουλιά στην κόκκινη μηλιά
που λένε τα γραμμένα,
το ‘να σκοτώθηκε τ’ άλλο λαβώθηκε
δεν γύρισε κανένα.
Για τον μαρμαρωμένο βασιλιά
ούτε φωνή ούτε λαλιά.
Τον τραγουδάει όμως στα παιδιά σαν παραμύθι η γιαγιά…”
Δεν καταλάβαινα πρέπει να πω, τότε, στα εννιά – δέκα μου χρόνια, το νόημα των στίχων. Είναι ποίηση, αυτή, που αργείς να την καταλάβεις, και δεν αρκεί κιόλας - να την καταλάβεις. Είναι ποίηση που γίνεται, αν γίνεται, το οξυγόνο που αναπνέεις. Η γιαγιά του Πυθαγόρα, πάντως, είναι η ίδια γιαγιά του Βιζυηνού, στον “Τελευταίο (του) Παλαιολόγο”:
“Τον είδες με τα μάτια σου, γιαγιά, τον Βασιλέα,
ή μήπως και σε φάνηκε, σαν όνειρο, να πούμε,
σαν παραμύθι τάχα;
-          Τον είδα με τα μάτια μου, ωσάν και σένα νέα,
Πα να γενώ εκατό χρονώ, κι ακόμα το θυμούμαι,
Σαν νάταν χτες μονάχα.”
            Είναι γιαγιάδες μιας εποχής αυτές, που οι γιαγιάδες λέγανε παραμύθια, κι οι ποιητές τις τραγουδούσαν, μήπως και κουραστούν να διηγούνται μύθους, μήπως και αποκάμει η μνήμη τους και λυγίσει η ψυχή τους, και λιγοστέψει ο χρόνος που οραματίζονται για το μέλλον των παιδιών τους. Γιατί ο χρόνος που μας φανταζόμαστε να ζούμε στο μέλλον, οι άνθρωποι – οι λαοί, είναι ανάλογος μ’ εκείνον που μας αρέσει να σκεφτόμαστε τον εαυτό μας στο παρελθόν.
            Γιατί, όμως, να μας αρέσει να σκεφτόμαστε, να φανταζόμαστε όσα φρικτά συνέβησαν 562 χρόνια πριν, τότε που ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος κειτόταν όχι μαρμαρωμένος αλλά κατασφαγμένος στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού που υπερασπιζόταν, στο τέλος, μόνος του, βασιλιάς εκείνος, που θα μπορούσε να έχει σώσει τη ζωή του παραδίδοντας την Πόλη, ακόμα και μετά την πολιορκία της; Γιατί, λοιπόν, η μνήμη των Ελλήνων μαρμαρώνει; Γιατί η φαντασία τους παραλύει στη σκέψη των Παλαιολόγων του Ελληνισμού; Την απάντηση τη βρίσκουμε πάλι στον Βιζυηνό:
“Κι ο Μωχαμέτ ο ίδιος του πα στ’ άγριό του άτι
-Δος μου της Πόλης τα κλειδιά! Του Κωνσταντίνου κράζει,
Και το σπαθί σου δος μου!
-Έλα και παρ’ τα! λεγ’ αυτός, του Τούρκου του μουχτάτη
Εγώ δεν δίνω τίποτε! Τίποτ’ ενόσω βράζει
μία στάλλα γαίμα εντός μου!-

“…Απ’ ταις σαράντα κι ύστερα Θεός τον παραγγέλνει
-Για του λαού τα κρίματα, είναι γραφτό να γείνη,
Προσκύνα τον Σουλτάνο!-

Μ’ αυτός, το χέρι στο σπαθί, πεισμώνεται, δεν θέλει!
-Πριν μπρος σε Τούρκο τύραννο το γόνατό μου κλύνη,
πες κάλλιο ν’ αποθάνω!

Αυτό, νομίζω, που κάνει το νου να σαστίζει, με τέτοια μια στάση ενός ανθρώπου, αυτοκράτορα ή ταπεινού πολεμιστή, γιατί την ίδια στάση κράτησαν και οι απλοί στρατιώτες που πολεμούσαν στο πλευρό του Κωνσταντίνου, είναι η άρνηση μπροστά στην απειλή. Γι’ αυτό η σκέψη των επών του ελληνισμού δεν χλωμιάζει με το πέρασμα του χρόνου. Όμως, δεν έχει σημασία να καταλάβουμε γιατί εμείς θαυμάζουμε τη στάση αυτή, της άρνησης. Σημαντικό είναι να καταλάβουμε πώς σκέφτεται ένας άνθρωπος που δεν διστάζει να αρνηθεί ακόμα και τη ζωή του μπροστά στην υπέρτερη απειλή.
Οι απειλές κάνουν τους ήρωες ή οι ήρωες τις απειλές; Ο Αυξεντίου θα ήταν ο Αυξεντίου χωρίς την απειλή; Η απειλή θα ήταν απειλή χωρίς τον Αυξεντίου; Ο ήρωας, θεωρώ, κάνει την απειλή αυτό που είναι. Γιατί, χωρίς την άρνηση εκείνου που ανθίσταται, η απειλή είναι απλώς μια πρόταση ζωής. Είναι πρόταση ζωής, όμως; Ή πρόταση θανάτου; Μήπως κάποιος σου προτείνει τη ζωή του για δική σου; Μήπως εννοεί ότι πρέπει να ζεις όπως εκείνος; Μήπως ότι δεν χρειάζεται να θέλεις να ζεις όπως θέλεις; Μήπως ότι δεν χρειάζεται να θέλεις να ζήσεις;
Ποιος εύκολα, θα μου πείτε, το δέχεται αυτό; Πολλοί! Γι’ αυτό ο Μωάμεθ σάστιζε με το πείσμα του Παλαιολόγου. Ήταν αυτό το πείσμα που τον έκανε διπλά αιμοχαρή, διπλά βάναυσο. Την απορία του, σύμφωνα πάλι με τα Χρονικά του Φραντσή, όπως τα αποθησαύρισε ο Θεόφιλος, την εξέφρασε στον Αρχιναύαρχο, τον Λουκά Νοταρά: «Ο Μωάμεθ διέταξε και έφερον ενώπιόν του τον αρχιναύαρχον Λουκάν Νοταράν, προς τον οποίον είπε “Θεώρει τους σωρούς των νεκρών, αυτά τα πλήθη των αιχμαλώτων· ιδού το αποτέλεσμα της αρνήσεως υμών του να παραδώσητε την πόλιν.»
Γιατί, όμως, άνθρωποι όπως ο Μωάμεθ, είχαν ανάγκη να μην τους αντιστέκονται, να μην τους αρνούνται; Γιατί υπάρχουν άνθρωποι όπως ο Κωνσταντίνος. Άνθρωποι που αρνούνται την ουσία αυτού που κάνει έναν Μωάμεθ. Άνθρωποι, στην πραγματικότητα, που ξέρουν μια αλήθεια που οι Μωάμεθ αγνοούν: ότι ο άνθρωπος είναι θνητός. Για τους γνώστες του μυστικού αυτού, δεν έχει σημασία ακριβώς πώς θα ζήσει κανείς. Σημασία έχει ότι ζει. Αυτό δεν μπορούν να διανοηθούν οι Πορθητές, που μοιάζουν να προσπαθούν να καταλύσουν τη συνθήκη της ανθρώπινης ζωής. Για εκείνους, εισιτήριο για την αθανασία είναι να τους αναγνωρίζουν ότι ζουν καλύτερα, εκείνοι, έναντι των άλλων. Γι’ αυτό επιδιώκουν να έχουν περίοπτη θέση, να τους θαυμάζουν, να τους ζηλεύουν, να θέλουν να τους μοιάσουν.
Για τον Μωάμεθ, ο Παλαιολόγος και η Κωνσταντινούπολη ήταν σκάνδαλο, αιτία για να μην ησυχάζει. Πώς να διανοηθεί ότι της καθημαγμένης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έστεκε ακόμα όρθιο το ενθύμιο, η Πόλη, και εκπρόσωπος του αρχαίου μεγαλείου ο στιβαρός και γεμάτος αυτοπεποίθηση, αλλά και συγκαταβατικός και προσηνής και ειρηνιστής και – το σημαντικότερο – αγαπητός Παλαιολόγος; Για να επιβεβαιώσω την άγνοια που συνοδεύει την έπαρση, όμως, την αφροσύνη που ενυπάρχει στην παραγνώριση της απλότητας της ανθρώπινης ζωής, ο Παλαιολόγος, δεν ήξερε ο Μωάμεθ, ήταν γι’ αυτόν ένα ηχηρό μήνυμα, μια σάλπιγγα που ηχούσε, και τον προέτρεπε να σκεφτεί καλύτερα. Δεν την άκουσε.
Τα 49 χρόνια που ζήλεψε ο Μωάμεθ του Κωνσταντίνου θα ήταν το όριο και της δικής του ζωής. Οι δυο πιο συμβολικοί αντίπαλοι στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού πέθαναν στην ίδια ηλικία, κι αυτό είναι κάτι στο οποίο δεν αποδίδεται ισχυρή συμβολική σημασία, όπως το κάνω απόψε. Όταν ο Μωάμεθ κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη ήταν μόλις 21 ετών. Ο Παλαιολόγος ήταν, για εκείνον, η οντολογική του άρνηση. Ο Κωνσταντίνος εκπροσωπούσε έναν πολιτισμό, ακόμα και θρησκευτικό, τον οποίο ο Μωάμεθ ήξερε και τον θαύμαζε. Ήταν η οντολογική του αντίθεση προσωποποιημένη. Ήταν ο λόγος για να μην υπάρχει.
Αν εξέλιπε αυτός ο λόγος, φανταζόταν, θα άρχιζε να υπάρχει. Ο λόγος εξέλιπε. Αλλά η ύπαρξη του Μωάμεθ δεν μπορούσε να συνεχιστεί πέρα από το όριο που έθεσε στην ύπαρξη του αντίπαλου δέους του. Αυτή ήταν η μοιραία τιμωρία ενός άφρονος, που πίστεψε ότι αρκεί να εκλείψει το όμορφο για να ομορφύνει ο ίδιος. Τι ειρωνεία! Το όμορφο που χάθηκε, στην πρόσκαιρη μορφή του, επεβίωσε στη μνήμη του ανθρώπινου πολιτισμού, στη μνήμη του ελληνισμού πρωτίστως, για να θυμίζει στους αιώνες την ασχήμια του άσχημου. Ποτέ η Κωνσταντινούπολη δεν ξαναέγινε όμορφη. Η μόνη της ομορφιά είναι τα μνημεία του Βυζαντίου, είναι οι θρύλοι, οι παραδόσεις, ό,τι ελληνικό πέρασε από την Πόλη, ό,τι ελληνικό παραμένει ακόμα εκεί. Έχει, άλλωστε, και τούτο το νόημα το μαρμάρωμα της ελληνικής μνήμης. Είναι το παρελθόν μας γεμάτο από μάρμαρα, που μας θυμίζουν όσα μας θυμίζουν. Τα μάρμαρα της Ακρόπολης, τα μάρμαρα της Αγίας Σοφίας, τα θρυλικά…
Ο Μωάμεθ, με την Άλωση, έκανε το ιστορικό μεγαλείο του Βυζαντίου αθάνατο. Έκανε τον Παλαιολόγο από μετριοπαθή άνθρωπο μάρτυρα, σύμβολο του Ελληνισμού στους αιώνες. Ο Μωάμεθ εξάγνισε - και την αίσθηση αυτή την είχε ο Παλαιολόγος τότε - την παρηκμασμένη Βυζαντινή αυτοκρατορία, ενώ πίστευε ότι θα την εξαφάνιζε. Αυτή την πεποίθηση, ότι εξαφάνισαν εκείνο που τους θύμιζε την ασχήμια τους, τη γιορτάζουν κάθε χρόνο οι Τούρκοι, όπως την εισβολή στην Κύπρο, και δεν καταλαβαίνουν ότι υπενθυμίζουν σε όλη την υφήλιο, με τον τρόπο αυτό, ότι καυχιούνται για βιασμούς, για αποκεφαλισμούς, για καταστροφές. Τι άλλαξε, άραγε, από το 1453; Κι όμως. Πληθαίνουν ευτυχώς οι φωνές Τούρκων δημοσιολόγων και δημοσιογράφων, που καταγγέλλουν τη βαναυσότητα των πανηγυριών για την Άλωση. 
Υπερβολές, θα μου πείτε. Θα μου το πείτε; Στην Κύπρο που γνωρίζει από τέτοιους εορτασμούς κάθε καλοκαίρι, κάθε Νοέμβριο; Θα πείσουμε ποτέ τους Αρμενίους, τους Ποντίους, τους Μικρασιάτες, ότι πρόκειται για υπερβολές; Ότι πρόκειται για ιστορία συντελεσμένη, στο μακρινό παρελθόν ξεχασμένη; Δεν νομίζω…
Άλλωστε, όλα που λέμε απόψε, παίρνουν ιδιαίτερο, επίκαιρο νόημα, όταν κάθε βράδυ παρακολουθούμε πως άλλα, σύγχρονα στίφη, κατασφάζουν, λίγα χιλιόμετρα από εδώ, και λεηλατούν πολιτισμικά μνημεία, καταστρέφοντας κάποια και πουλώντας τα περισσότερα σε δυτικούς και άλλους «συλλέκτες». Μονότονη η ιστορία σ’ αυτή τη γωνιά του πλανήτη. Σαν όλα να ξαναγίνονται από την αρχή…
Δεν πρέπει να τελειώσω, όμως, έτσι. Θα τελειώσω όπως άρχισα, με τον λόγο. Δεν με καλέσατε τυχαία, άλλωστε, να μιλήσω. Ο ήρωας που τιμάμε απόψε, και στο πρόσωπό του τους συμπολεμιστές του στα τείχη της Κωνσταντινούπολης και σ’ όλα τα τείχη της ελληνικής ιστορίας, ονομάζεται Παλαιο-λόγος. Ο Κωνσταντίνος ήταν ο λόγος του, και ο λόγος όλων που μιλάνε στο όνομά του, που γράφουν ποίηση στο όνομά του, που διηγούνται, αν ακόμα το κάνουν κάποιοι, θρύλους στο όνομά του, που λένε παραμύθια στο όνομά του. Ο Κωνσταντίνος ήταν ο λόγος του! Πόσο καθαρά το είχε δει ο Ελύτης:
«Πρόσεχε να προφέρει καθαρά τη λέξη θάλασσα
έτσι που να γυαλίσουν μέσα της όλα τα δελφίνια…
Πάντοτε με μια λέξη μες στα δόντια του άσπαστη
κειτάμενος
Αυτός, ο τελευταίος Έλληνας!»
  
                                                       Δρ. Ιωάννης Χριστοδούλου                                                            Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου, 29/05/2015