Σάββατο 31 Μαΐου 2014

Η ποιητική συλλογή "Αγροικίες του χρόνου"




Παρουσίαση του βιβλίου «Αγροικίες του χρόνου»,
της Τζένης Κωνσταντινίδη,
στη Φιλοσοφική Εταιρεία Κύπρου, 29-05-2014


Ευχαριστώ την Τζένη για την ευκαιρία που μου έδωσε να μιλήσω για την ποίησή της, αφορμή λαμβάνοντας από το τελευταίο της βιβλίο. Οφείλω να τονίσω, εναρκτικά, ότι δεν θα συγγράψω απόψε, ενώπιόν σας, αντίγραφο του βιβλίου της Τζένης.  Ένα σημείωμα θα σας διαβάσω, λίγων λεπτών, που έγραψα διαβάζοντας το βιβλίο της. Το ίδιο θα έδινα προς δημοσίευση, αν ήθελα να συνοψίσω αυτά που σκέφτομαι για το έργο της.
Πρόκειται για τις «αγροικίες» της Τζένης Κωνσταντινίδη, τέσσερις τον αριθμό, που τις ανήγειρε πρόσφατα, πλάϊ στα άλλα της σπίτια, τα ποιητικά, τα από καιρό χτισμένα, σιγά – σιγά. “Οι αγροικίες του χρόνου” τιτλοφορείται η ποιητική της συλλογή που παρουσιάζουμε απόψε. Γιατί αγροικίες, διερωτάται κανείς, των Πατέρων, του Αιγαίου, του Μετανάστη, της Ποίησης; Είναι μάλλον ενδιαιτήματα καλά κρυμμένα, που αποσύρεται η “Νοσταλγός της καλλιτεχνίας” τελευταίως, εκεί που αισθάνεται καλύτερα, να θυμάται μορφές, τόπους, νόστους και λόγους. Οι τελευταίοι αντηχούν σταθερά στο ηχείο της καλά λαξεμένης της διάνοιας, της δουλεμένης από σμίλες που βρίσκει ποιητών, ασκητών, ιστορικών προσώπων ή και μυθικών.
Όσο κι αν τα υλικά της, όμως, είναι πρόχειρα στον καθένα που έτυχε ν’ ακούσει γι’ αυτά, οι μεταπλάσεις και οι διαπλάσεις της κάνουν τα παλιά υλικά καινούργια, εντέχνως δουλεμένα με δικά της χρώματα και σκιές. Ο κυρ Αλέξανδρος, ας πούμε, πρώτος – πρώτος, αντικείμενο μαζί ενός εξεικονιστικού ρεαλισμού και μιας θρησκευτικής μυστικογνωσίας.
Οι αφιερώσεις συνεχείς: του Σολωμού, του Κόντογλου, του Δαμασκηνού, του Καβάφη, του Θεόφιλου, του Κουτσάκου... Επικλητικές δεήσεις στον χρόνο, της ποίησης, που αναζητεί τη λύτρωση στην αλύτρωτη μνήμη. Ο χριστιανισμός, διαρκώς παρών, συγκεράζεται με τον ανατολικό μυστικισμό, και χωνεύονται μαζί στην παραμόνιμη, επίσης, φιλοσοφική ενόραση. Οι ιστορικές περιγραφές της ευρηματικές, διαπνέονται από τον οίστρο της επανεύρεσης του χθες στο τώρα, του τότε στο εδώ. Δεν χωρεί αμφιβολία, ο ζωγράφος που θα ζωγράφιζε την ποίηση της Τζένης, θα ήταν ο Θεόφιλος. Τα μυθολογήματά της, τα ιστορικά της ονειροπολήματα θα έβρισκαν χρώματα σε πίνακες δουλεμένους με ελληνικής γης αποχρώσεις. Το ίδιο η γλώσσα της, η ζυγαριά που ζυγίζει λέξεις αφημένες στο χαρτί με ελληνικά προσεκτικά, που έχει επίγνωση της εύθραυστης ύλης τους.
Από τις σκιερές λόχμες, ακόμα, τη συστάδα των παρελθοντικών καταγραφών της ποιητικής της μνήμης, προβάλλει σύγχρονος κινηματογραφιστής, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, για να με κάνει να σκεφτώ: πώς θα προβάλλονταν σε οθόνη τα ποιήματα της συλλογής; “Το πρωινό φέγγος στα βουνά του Λιβάνου”, “η αναλαμπή των λόφων στην ομίχλη”, “οι κωπηλασίες των Πατέρων”, “τα στενορύμια της Νισύρου”; Σίγουρα θα τονίζονταν οι ωραίες εικόνες με την αφήγηση παρά με τη σιωπή των έργων του Αγγελόπουλου.  Αλλιώς δεν απολύεται η ψυχή, όπως λέει στην τρίτη πράξη του ευρωπαϊκού της δράματος.
Έντονα εξεικονιστική, όπως τόνισα ήδη, η ποίηση της Τζένης, είναι αδιέξοδα ρηματική (33), κωδικοποιημένη κιόλας, με τον κώδικα του ενός. Τα σκιρτήματα της σκέψης της, πάντα νεογέννητης (41), αποδίδονται όπως έρχονται, ίδιες συσπάσεις του εμβρύου που οδεύει προς την έξοδο, που δεν το νοιάζει τι το περιμένει. Ίδια τα κύματα της ειμαρμένης (33) που, όπως λέει, πάνε κι έρχονται. Κι αν δεν είναι, όμως, η σκέψη αυτή η μήτρα της ποίησής της όλης, τότε ποια είναι;
Μοιραία, όπως κάθε γυναίκα που σκέφτεται, και όλες οι γυναίκες σκέφτονται, αλλά δεν είναι ποιήτριες όλες, αισθάνεται μία από τους τελευταίους μάρτυρες, που καταθέτουν την έρημη καρδιά τους, και συνεχίζουν ήρεμοι τον πλου τους. (24) Στην ίδια, όμως, πάντα θάλασσα. Στο ίδιο φως, που το θηλάζει, λέει, η θάλασσα αιώνες, το φως Αυγούστου που, κι όταν τελειώνει, Αύγουστος πάλι μένει.
Είναι του Έλληνα ποιητή, που του αφιερώνει ένα ποίημα, έθος αυτό, οι “γνώριμοι λυγμοί” του (53),  να σμιλεύει “τη Μεγάλη Θλίψη” (54), κυρίως εκείνη που προέρχεται από μεγάλη χαρά.  Για να το καταφέρει μάλιστα αυτό, η ποιήτρια, παίρνει τη στάση μοναχικού προσκυνητή, που είναι για εκείνη η Ποίηση όλη (57), η ποίηση που βρίσκει σαν νόμισμα “ξεχασμένο στο τραπέζι”.  
         Είναι πολλά τα νομίσματα, τα ποιητικά, στο τραπέζι της Τζένης, που τα φύλαξε στις «αγροικίες» της, στις οποίες προσπάθησα να σας ξεναγήσω απόψε.  Έχουν μορφές πάνω τους, τα νομίσματα, χαραγμένες των ινδαλμάτων της, στη μια τους όψη. Στην άλλη η αξία του νομίσματος, η αξία που παίρνουν στην καρδιά της τα πρόσωπα και τα τοπία που συνέχουν την ύπαρξή της. Εδώ βρίσκεται, ακριβώς, η αξία της ποίησης της Τζένης Κωνσταντινίδη: κατασκευάζει ή, όπως λέμε, κόβει νομίσματα όχι απλώς αναμνηστικής ή συλλεκτικής αξίας. Τα νομίσματά της πληρώνουν στο ταμείο της ανάγκης μας να σκεφτόμαστε αξίες. Της εύχομαι να συνεχίσει να πλουτίζει, κι εμείς μαζί της!

                                                      Δρ. Ιωάννης Χριστοδούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου